Αρχική

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ψωρίαση


Η Ψωρίαση είναι μια συχνή χρόνια φλεγμονώδης δερματοπάθεια που προσβάλλει περίπου το 2% του πληθυσμού. Η λέξη ψωρίαση προέρχεται από την ελληνική λέξη ψώρος που σημαίνει λέπι. Οι άνδρες και οι γυναίκες προσβάλλονται εξίσου. Η συνήθης ηλικία έναρξης είναι μεταξύ 20-35 ετών, ενώ στο 75% των ασθενών εμφανίζεται πριν από την ηλικία των 40 ετών.
Υπάρχουν διάφορες μορφές ψωρίασης η σταγονοειδής, η φλυκταινώδης, η ερυθροδερμική. Η πιο συνηθισμένη είναι η κατά πλάκας ψωρίαση, η οποία εμφανίζεται στο 80% περίπου όλων των ασθενών με ψωρίαση.
Η ψωρίαση δεν είναι μεταδοτική. Διάφοροι περιβαλλοντικοί όσο και γενετικοί παράγοντες μπορεί να εμπλέκονται στην έναρξη και την πορεία της ψωρίασης. Η εμφάνισή της μεταξύ οικογενειών που έχουν μια επιβεβαιωμένη διάγνωση ψωρίασης υπολογίζεται στο 35%. Στη συνέχεια, θα πρέπει να την πυροδοτήσει κάποιος περιβαλλοντικός παράγοντας όπως: τραυματισμός του δέρματος, φάρμακα, ενδοκρινικοί παράγοντες, ψυχολογικοί παράγοντες, ορισμένες λοιμώξεις και εποχιακοί παράγοντες.
Η ψωρίαση εμφανίζεται με τρία κύρια χαρακτηριστικά: Απολέπιση, πάχυνση και φλεγμονή του δέρματος. Η συμμετρία, τα αργυρόχρωμα λέπια, το βυσσινί χρώμα επιτρέπουν τ η διαφορική διάγνωση της ψωρίασης από άλλες δερματοπάθειες.
Περιοχές που συνήθως προσβάλλονται είναι το τριχωτό της κεφαλής, οι αγκώνες, τα γόνατα, η ιερά περιοχή και η ραχιαία επιφάνεια των μεσοδακτυλικών αρθρώσεων των χειρών.
Η ψωρίαση είναι δυνατόν να δημιουργεί και μη δερματικά προβλήματα. Μπορεί να προσβάλλει τις αρθρώσεις, τα νύχια των χεριών και των ποδιών, το εσωτερικό του στόματος, τα γεννητικά όργανα.
Αν και η ψωρίαση δεν προκαλεί κνησμό, η πλειοψηφία των ασθενών εμφανίζει τη συνήθεια του ξεσμού, με αποτέλεσμα σημαντική αύξηση του πάχους (λειχηνοποίηση) των ψωριασικών πλακών.

Η διάγνωση γίνεται από την κλινική εξέταση και από το ιστορικό του ασθενή. Η διάγνωση σπάνια απαιτεί ιστολογική επιβεβαίωση και σχεδόν πάντα βασίζεται σε κλινικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που σχετίζονται με την ψωρίαση: σαφώς περιγεγραμμένες, ερυθρές, αποφολιδωμένες πλάκες που τυπικά βρίσκονται στους αγκώνες, τα γόνατα, το κρανίο και τη μεσογλουτιαία περιοχή. Κάποιοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν βλάβες στις παλάμες, στα πέλματα των ποδιών ή στα γεννητικά όργανα.
Οι πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό του ασθενή πρέπει να περιλαμβάνουν την ηλικία έναρξης, τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, την ταυτόχρονη χρήση φαρμάκων, το ιατρικό ιστορικό, το οικογενειακό ιστορικό και τα κύρια συμπτώματα.
Δεν υπάρχει ριζική θεραπεία της ψωρίασης. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ψωρίασης ποικίλλει και εξατομικεύεται για κάθε ασθενή.
Οι θεραπείες για την ψωρίαση μπορεί να είναι:  τοπικές αλοιφές, φωτοθεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία, συστηματικές και βιολογικές  με φάρμακα από το στόμα ή ενδοφλέβια.
Τοπικά σκευάσματα που συνδυάζονται ποικιλοτρόπως μεταξύ τους ή και με το ηλιακό φως ή την υπεριώδη ακτινοβολία:
Κορτικοστεροειδή - Συνήθως χρησιμοποιούνται ισχυρά κορτικοστεροειδή σε αλοιφή, κρέμα ή λοσιόν, εκτός από τις εντοπίσεις στο πρόσωπο και τη γεννητική περιοχή. Τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά, αλλά διαρκούν λίγο. Με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσεται αντοχή σε αυτά ενώ σε μακροχρόνια χρήση προκαλούν λέπτυνση του δέρματος και μώλωπες. Δεν πρέπει να διακόπτονται απότομα γιατί αυτό μπορεί να προκαλέσει έξαρση.
Ανθραλίνη - Ένα παλαιό φάρμακο που είναι αποτελεσματικό στις δύσκολες ψωριασικές πλάκες, με παρενέργειες τον ερεθισμό και την προσωρινή χρώση του δέρματος.
Πίσσα - Χρησιμοποιείται πάνω από έναν αιώνα με καλά αποτελέσματα χωρίς να είναι γνωστός ο τρόπος δράσης της. Σήμερα κυκλοφορούν φιλικές μορφές της σε κρέμα, λοσιόν, γαλάκτωμα και σαμπουάν.
Βιταμίνη D - Χρήσιμη κρέμα συνθετικής βιταμίνης D .
Σαλικυλικό οξύ - Κερατολυτικό που χρησιμοποιείται ως κρέμα, λοσιόν, σαπούνι ή σαμπουάν για την απομάκρυνση των λεπιών.
Ρετινοειδή - Συνθετικά παράγωγα της βιταμίνης Α υπό μορφή γέλης που χρησιμοποιούνται και στην ακμή.
Συχνά, όμως, η ψωρίαση δεν απαντά στη τοπική θεραπεία, είναι εκτεταμένη ή αρκετά σοβαρή ώστε να απαιτείται συστηματική αγωγή. Σε αυτή τη περίπτωση εφαρμόζεται κάποιο από τα ακόλουθα:
Φωτοθεραπεία
- στη χώρα μας είναι μάλλον το πιο εύκολο και ωφέλιμο για όλους τους ψωριασικούς: ηλιοθεραπεία, αλλά με πρόγραμμα και μέτρο.
Φωτοχημειοθεραπεία (PUVA) - Αποτελεσματικό στο 85-90% των περιπτώσεων. Ο ασθενής λαμβάνει κάποια φάρμακα που ονομάζονται ψωραλένια τα οποία ευαισθητοποιούν την επιδερμίδα και μετά από δύο ώρες εκτίθεται σε συγκεκριμένη ποσότητα υπεριώδους ακτινοβολίας UVA. Απαιτούνται 25 συνεδρίες σε διάστημα δύο-τριών μηνών και περίπου 30-40 ανά έτος για συντήρηση. Στις παρενέργειες περιλαμβάνονται οφθαλμικές βλάβες, φωτογήρανση της επιδερμίδας και αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος.
Ρετινοειδή από το στόμα- Πολύ αποτελεσματικό, αλλά προκαλεί ξηροδερμία, ρωγμές στα χείλη και αύξηση του επιπέδου των λιπιδίων του αίματος.
Μεθοτρεξάτη - Ουσιαστικά κυτταροστατικό φάρμακο. Απαιτούνται τακτικές εξετάσεις αίματος καθώς είναι ηπατοτοξικό και μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές.
Κυκλοσπορίνη - Ισχυρό ανοσοκατασταλτικό που χρησιμοποιείται στις μεταμοσχεύσεις οργάνων. Απαιτείται στενή ιατρική παρακολούθηση λόγω των πολλών παρενεργειών.
Τα τελευταία χρόνια, έχουν εγκριθεί αξιόλογα νέα βιολογικά φάρμακα που ανοίγουν μια νέα εποχή για τους ασθενείς με ψωρίαση προσφέροντας μακροχρόνιο έλεγχο της νόσου. Καταστέλλουν τους αρχικούς μηχανισμούς που οδηγούν στην παθολογική δραστηριοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος.

Τα κυριότερα από τα νέα βιολογικά φάρμακα που υπόσχονται πολλά για τους ασθενείς με ψωρίαση είναι:
1. Το etanercept (Enbrel) που εγκρίθηκε το 2004 για μέτριας και σοβαρής μορφής ψωρίαση. Βοηθά και στην αντιμετώπιση της αρθρίτιδας της ψωρίασης. Καταστέλλει μια ειδική πρωτεΐνη ( TNF-α) που είναι υπεύθυνη για την φλεγμονή στην ψωρίαση και στην αρθρίτιδα της ψωρίασης. Χορηγείται δύο φορές την εβδομάδα υποδορίως και οι ίδιοι οι ασθενείς μπορούν να κάνουν τις ενέσεις τους

2. Το alefacept (Amevive) εγκρίθηκε το 2003 από το FDA. Καταστέλλει την παθολογική δραστηριοποίηση των λεμφοκυττάρων τύπου Τ. Ενδείκνυται για μέτριας και σοβαρής μορφής ψωρίαση, χορηγείται μία φορά κάθε δώδεκα εβδομάδες ενδομυικώς από το γιατρό και χρειάζονται να γίνονται εβδομαδιαίως αναλύσεις αίματος για παρακολούθηση της ανοσοκαταστολής.

3. Η efalizumab (Raptiva) εγκρίθηκε πριν λίγα χρόνια και καταστέλλει την παθολογική δραστηριοποίηση των λεμφοκυττάρων τύπου Τ. Χορηγείται υποδορίως μια φορά την εβδομάδα. Αρχικά η ένεση γίνεται από το γιατρό αλλά στη συνέχεια μπορεί να την κάνει ο ίδιος ο ασθενής. Συστήνεται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στη μεθοτρεξάτη, στην κυκλοσπορίνη και στη φωτοθεραπεία. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η θεραπεία για 6 μήνες με είναι ασφαλής με πολύ καλά αποτελέσματα και χωρίς επιπρόσθετες παρενέργειες

4. Η infliximab (Remicade) και η adalimumab (Humira) είναι φάρμακα της ίδιας οικογένειας που δρουν με ανάλογους τρόπους
PREDICT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου