Σπουδαιότατη υποδιαίρεση των αγρωστοειδών φυτών, περιλαμβάνει κύρια το σιτάρι, τη βρίζα και το κριθάρι, που τα σπέρματά τους, όταν αλεστούν, δίνουν αλεύρι. Επίσης περιλαμβάνει και άλλα, όπως βρώμη, αραβόσιτο, κέχρο κ.ά., που και αυτών τα σπέρματα δίνουν αλεύρι.
♦Σιτάρι
Είναι το σημαντικότερο από τα αγρωστοειδή φυτά και το πιο πολύ διαδεδομένο στον κόσμο, μετά το ρύζι. Από τα σπέρματά του, αφού αλεστούν, παράγεται αλεύρι. Οι ρίζες του είναι όχι πολύ διακλαδωμένες, λεπτές και ινώδεις. Οι βλαστοί είναι καλαμώδεις, απλοί, εύκαμπτοι, όρθιοι, κυλινδρικοί και λείοι, κιτρινωποί και κοίλοι. Το ύψος του φτάνει μέχρι 1,30 μ. Ο βλαστός είναι ο κύριος άξονας του σταχυού. Ανάλογα με την ποικιλία, τον τόπο και την εποχή, το σιτάρι ανθεί από το Μάη μέχρι τον Αύγουστο. Είναι πλούσια πηγή πρωτεϊνών και Β βιταμινών. Περιέχει ακόμα και πολλά ιχνοστοιχεία όπως ο ψευδάργυρος.
Κάθε άνθος έχει τρία σέπαλα, που αποτελούν το έλυτρο και στο κέντρο υπάρχουν τα γόνιμα όργανα. Από τα τρία ή τέσσερα άνθη κάθε σταχυδίου, τα δύο χαμηλότερα, σπανιότερα τα τρία, είναι γόνιμα και τα άλλα στείρα. Σε κάθε τομή του κόκκου του σιταριού, παρατηρούμε ογκώδη κεντρική μάζα, που είναι το λεύκωμα, αποταμίευμα θρεπτικών ουσιών, που προορίζεται για τροφή του εμβρύου κατά τη βλάστηση. Το έμβρυο είναι κίτρινο μικρό σώμα, στο κάτω μέρος του κόκκου, τόσο μικρό κι ελαφρύ, ώστε 1.200 έμβρυα ζυγίζουν ένα γραμμάριο. Για να γίνει η ταξινόμηση του σιταριού, υπολόγισαν την τέλεια σταθερότητα των χαρακτηριστικών του και ειδικότερα τις συνθήκες του κλίματος και των μεθόδων καλλιέργειας.
Η ταξινόμηση αυτή είναι:
1. Σιτάρι με κόκκους γυμνούς: α) σιτάρι μαλακό, β) σιτάρι ογκώδες, γ) σιτάρι σκληρό και δ) σιτάρι Πολωνίας
2. Σιτάρι με κόκκους καλυμμένους: α) κοινός απρόσιτος και β) αμυλοποιός απρόσιτος
Το σιτάρι είναι από τα αρχαιότερα φυτά. Πότε ακριβώς καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά και ποια είναι η άγριά του μορφή δεν είναι απόλυτα γνωστό. Η ποικιλία των ονομάτων στις διάφορες γλώσσες δείχνει ότι από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους η καλλιέργειά του ήταν διαδομένη σε χώρες μακρινές μεταξύ τους. Οι Κινέζοι π.Χ., θεωρούν το σιτάρι δώρο του Ουρανού. Μνημεία αρχαιότατα στην Αίγυπτο παρουσιάζουν το σιτάρι γνωστό πριν από τους ποιμένες βασιλείς και ανάγουν την εισαγωγή του στη θεά Ίσιδα. Οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούν ότι η θεά Δήμητρα δίδαξε την καλλιέργεια του σιταριού στον Ελευσίνιο Τριπτόλεμο.
Το σιτάρι αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, γι' αυτό και αναπτύσσεται μέχρι την πολική ζώνη. Η μεγάλη όμως θερμοκρασία και η φωτεινότητα της ατμόσφαιρας ευνοούν περισσότερο την ανάπτυξή του. Στον ισημερινό όμως η καλλιέργεια περιορίζεται, εξαιτίας των λίγων βροχών. Το έδαφος προετοιμάζεται καλά και σπέρνεται κατά το φθινόπωρο. Μερικές ποικιλίες σιταριού σπέρνονται την άνοιξη. Σε κάθε στρέμμα χρησιμοποιούνται 10-25 κιλά, ανάλογα με το έδαφος και τον καιρό. Η βλάστηση του σιταριού διακόπτεται το χειμώνα.
Μετά την ωρίμανση των σπερμάτων, γίνεται ο θερισμός, το αλώνισμα και τέλος η αποθήκευση του σιταριού. Οι κυριότερες ασθένειες κι οι εχθροί του σιταριού είναι το πλάγκισμα, ο άνθρακας, ο δαυλίτης, η σκωρίαση, οι ακρίδες, οι αρουραίοι, τα ζιζάνια. Οι χώρες που παράγουν το περισσότερο σιτάρι στον κόσμο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Σοβιετική Ένωση, η Ινδία, ο Καναδάς, η Αργεντινή και η Αυστραλία.
Το σκληρό σιτάρι έχει υψηλότερη θρεπτική αξία από τα αρτοποιήσιμα σιτάρια, περιέχει λιγότερο άμυλο, αλλά περισσότερες πρωτεϊνες, αμινοξέα, βιταμίνες και λιπαρά οξέα.
Το μαλακό σιτάρι βελτιώνει την πoιότητα του ελληνικού ψωμιού χωρίς την βοήθεια προσμείξεων.
♦Βρώμη
Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφή και κυρίως για τροφή ιπποειδών. Αργότερα άρχισε να χρησιμοποιείται σαν τροφή και για τα υπόλοιπα ζώα. Σήμερα χρησιμοποιείται για τρόφιμα ιδιαίτερης θρεπτικής αξίας.
Η καλλιέργεια της βρώμης αρχίζει από τους προϊστορικούς χρόνους, φαίνεται μάλιστα ότι το φυτό αυτό κατάγεται από την Ταταρία. Σήμερα καλλιεργείται κύρια στη βόρεια και μέση Ευρώπη και Αμερική, ενώ στις νοτιότερες χώρες η καλλιέργεια, είναι λιγότερο διαδομένη. Προτιμά τις αραιές, γόνιμες και νοτερές περιοχές. Ο καρπός της είναι εξαιρετική τροφή για τα ζώα, θρεπτική, θερμαντική. Ο χόνδρος (μπλιγούρι) της βρώμης είναι θρεπτικότατος και τονωτικός για τον άνθρωπο και συνιστάται για τα παιδιά και τους αρρώστους. Το αλεύρι σπάνια χρησιμοποιείται για αρτοποιία. Περιέχει πολλές ίνες, αντιοξειδωτικές ουσίες, βιταμίνη Ε, φερουλικό και καφεϊκό οξύ.
Το αλεύρι της σίκαλης διατηρεί περισσότερο τα θρεπτικά του συστατικά από το αλεύρι σιταριού.
Αναφέρεται από το Γαληνό ότι καλλιεργήθηκε την εποχή του στη Θράκη και Μακεδονία. Η καλλιέργειά της διαδόθηκε σχεδόν σ' όλη τη γη, ιδιαίτερα όμως ακμάζει στην πρώην Σοβιετική Ένωση και Σκανδιναβία. Προτιμά τις αμμώδεις περιοχές.
Χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψωμιού, οινοπνευματωδών ποτών και σαν τροφή των ζώων. Στη χώρα μας καλλιεργείται κύρια για το καλάμι της, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή δεμάτων κατά το θερισμό των άλλων σιτηρών, για συσκευή γυάλινων ειδών, κατασκευή ψαθών, καλαθιών, καπέλων και κοινού χαρτιού. Προσβάλλεται από τον άνθρακα κι από διάφορους μύκητες.
Καλλιεργείται, κυρίως, για κτηνοτροφή και για παρασκευή μπύρας.
Δημητριακός καρπός, σπουδαιότατος και γνωστός από τους αρχαιότατους χρόνους. Καλλιεργείται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και σ' όλη τη γη, από τον ισημερινό μέχρι τους πόλους. Θέλει έδαφος όχι υγρό και ασβεστούχο. Αναπτύσσεται καλύτερα από το σιτάρι στα φτωχά εδάφη.
Ο καρπός του χρησιμοποιείται, μόνος ή αναμειγμένος με σιτάρι, για διατροφή των ανθρώπων, επίσης μόνος για τη διατροφή των ζώων και τέλος είναι η κυριότερη πρώτη ύλη για την κατασκευή της μπύρας. Το κριθάρι σπέρνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη. Η προπαρασκευή του εδάφους, η σπορά, οι καλλιεργητικές φροντίδες κι ο τρόπος συγκομιδής είναι όμοιος με του σιταριού. Όταν καλλιεργείται για σανό, σπέρνεται πυκνότερα και θερίζεται πριν την ωρίμανση του καρπού, αμέσως μετά τη γονιμοποίηση. Είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικές ουσίες, σελήνιο και βιταμίνη Ε. Περιέχει ακόμα κάλιο, ασβέστιο και Β βιταμίνες.
Προέρχεται από τη διασταύρωση μαλακού ή σκληρού σιταριού με σίκαλη. Χρησιμοποιείται, κυρίως, για τη διατροφή των ζώων, αλλά και στην αρτοποίηση.
Ο αραβόσιτος εισάχθηκε στην Ευρώπη από τον Ισπανό Φερνάνδο Κορτές (1519). Από την Ισπανία, με τους Άραβες, διαδόθηκε στη μεσογειακή Αφρική και από την Αίγυπτο στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την Ελλάδα. Είναι φυτό ετήσιο, μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 3,50 μ.. Ο καρπός του, εξαιτίας του σχήματός του, λέγεται κώνος ή κορύνη, καλυμμένος από τους κόκκους του αραβόσιτου και περιτυλιγμένος από φύλλα, που παίρνουν μεμβρανώδη σύσταση κατά την ωρίμανση. Ο αραβόσιτος φοβάται τα ψύχη κατά τη βλάστησή του έχει ανάγκη από μέση θερμοκρασία (19°C). Όταν αναπτύσσεται το καλοκαίρι απαιτεί άφθονο νερό και πολλές ευδιάλυτες θρεπτικές ουσίες. Έχει ανάγκη από συχνό πότισμα. Η σπορά γίνεται στην Ελλάδα κατά τον Απρίλη-Μάη κατά γραμμές ή στα πεταχτά. Όταν αναπτυχθεί λίγα εκατοστά, παραχώνεται και μετά σκαλίζεται, ποτίζεται.
Ο αραβόσιτος χρησιμοποιείται σαν τροφή του ανθρώπου και των ζώων. Το χλωρό χόρτο αραβόσιτου βοηθά τη γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων. Οι ξηρές κορυφές χρησιμεύουν για τροφή των ζώων.
Βιβλιογραφία
lifemag.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου