Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF, in vitro Fertilization) είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά με επιτυχία στον άνθρωπο το 1978 με τη γέννηση της Louise Brown το 1978, που ήταν το πρώτο παιδί Εξωσωματικής Γονιμοποίησης στο Bourn Hall της Αγγλίας. Η εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι η γονιμοποίηση έξω από το σώμα, αντί δηλαδή η γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο να γίνει στο φυσικό περιβάλλον, που είναι η σάλπιγγα της γυναίκας, γίνεται στο εργαστήριο. Είναι ουσιαστικά η παράκαμψη μιας συγκεκριμένης λειτουργίας του οργανισμού όταν, για διαφόρους λόγους, δεν μπορεί να γίνει στο σώμα. Τα ωάρια όμως είναι της γυναίκας, τα σπερματοζωάρια του άνδρα και τα έμβρυα που προκύπτουν είναι δικά τους.
Τα ωάρια λαμβάνονται από τα ωοθυλάκια, που αναπτύσσονται στις ωοθήκες της γυναίκας, με τη διαδικασία της ωοληψίας. Στο εργαστήριο, έρχονται σε επαφή με τα σπερματοζωάρια, μέσα σε ειδικά τρυβλία με καλλιεργητικό υλικό, προκειμένου να γίνει η γονιμοποίηση. Στη συνέχεια, τα τρυβλία με τα γονιμοποιημένα ωάρια, τους ζυγώτες, τοποθετούνται σε επωαστικό κλίβανο για 2-6 ημέρες, υπό ειδικές συνθήκες, ώστε τα έμβρυα να διανύσουν τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους.
Αντί τα έμβρυα να καταλήξουν στη μήτρα με φυσικό τρόπο, μέσω της σάλπιγγας, μεταφέρονται σ’ αυτήν από τον εξειδικευμένο γυναικολόγο, με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα μέσα στον οποίο τα έχει τοποθετήσει ο εμβρυολόγος. Τα έμβρυα εμφυτεύονται από μόνα τους στον βλεννογόνο της μήτρας, το ενδομήτριο, όπως και στη φυσιολογική σύλληψη. Εάν υπάρξει εμφύτευση θα υπάρξει κατά κανόνα και εγκυμοσύνη. Το ποσοστό επιτυχίας ανά κύκλο προσπάθειας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως π.χ. η ηλικία της γυναίκας και το αίτιο της υπογονιμότητας. Συνήθως το αθροιστικό ποσοστό επιτυχίας μπορεί να φθάσει 60 - 65% μετά από 3 - 4 προσπάθειες.
Υπάρχει πληθώρα απόλυτων και σχετικών ενδείξεων που αφορούν τον έναν ή και τους δύο συντρόφους.
Οι απόλυτες ενδείξεις είναι:
- Η έλλειψη από εκτομή ή η απόφραξη των σαλπίγγων κεντρικά ή περιφερικά (υδροσάλπιγγες).
- Η έλλειψη σπερματοζωαρίων (αζωοσπερμία) που απαιτεί χειρουργική λήψη.
- Ο πολύ μικρός αριθμός κινουμένων φυσιολογικών σπερματοζωαρίων (σοβαρή ολιγο-ασθενο-τερατοσπερμία).
Οι σχετικές ενδείξεις αφορούν σε:
- Μεγάλη διάρκεια υπογονιμότητας.
- Μεγάλη ηλικία της γυναίκας.
- Σοβαρά προβλήματα σπέρματος (σοβαρή ολιγο-ασθενο-τερατοσπερμία).
- Ανεξήγητη Υπογονιμότητα.
- Αποτυχία άλλων ηπιότερων μεθόδων (π.χ. πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας για προγραμματισμένη επαφή ή σπερματέγχυση).
- Βαριά ενδομητρίωση.
- Προεμφυτευτική διάγνωση για β- μεσογειακή αναιμία, φυλοσύνδετα νοσήματα, ειδικά κληρονομικά νοσήματα.
- Πριν από χημειοθεραπεία, για καρκίνο.
- Δωρεά ωαρίων, σπέρματος και εμβρύων.
- Παρένθετη μητρότητα.
Όταν η εξωσωματική γονιμοποίηση εφαρμόζεται για πρώτη φορά, ιδίως σε περιπτώσεις «ανεξήγητης» υπογονιμότητας, χρησιμεύει και ως διαγνωστικό εργαλείο: δηλαδή, η συμπεριφορά των γαμετών στην καλλιέργεια, η γονιμοποίηση, η εξέλιξη των εμβρύων και άλλες παράμετροι καταγράφονται με λεπτομέρεια. Εκ των υστέρων, η ερμηνεία της υπογονιμότητας μπορεί να προκύψει από την καταγραφή αυτή.
Η κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση δεν αποτελεί παραβίαση της φυσιολογικής σύλληψης. Η γονιμοποίηση επέρχεται στο εργαστήριο μέσα στο τρυβλίο χωρίς παρέμβαση, όπως θα συνέβαινε φυσιολογικά στη σάλπιγγα, ενώ η εμφύτευση του εμβρύου δηλαδή η σύλληψη γίνεται από μόνη της.
Οι παραλλαγές της κλασικής μεθόδου, όπως η μικρογονιμοποίηση, είναι όντως επεμβατικές μέθοδοι, αλλά εφαρμόζονται για να παρακαμφθούν συγκεκριμένα παθολογικά προβλήματα, ιδιαίτερα του σπέρματος.
Σε όλες τις περιπτώσεις, εάν επιτευχθεί εγκυμοσύνη, η πορεία της είναι ίδια με αυτήν από φυσική σύλληψη.
Τα παιδιά που προέρχονται από εξωσωματική γονιμοποίηση είναι το ίδιο υγιή και φυσιολογικά, όσο και τα παιδιά από φυσική σύλληψη. Όπως δείχνουν μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες, δεν παρουσιάζουν αύξηση του ποσοστού των συγγενών και χρωμοσωματικών ανωμαλιών. Μέχρι σήμερα περισσότερα από 2.000.000 παιδιά από εξωσωματική γονιμοποίηση παγκοσμίως, ορισμένα μάλιστα από αυτά έχουν ήδη τεκνοποιήσει φυσιολογικά. Σε εκατοντάδες παιδιά που έχουν μελετηθεί προσεκτικά, δεν έχει παρατηρηθεί καμιά αλλοίωση ή βλάβη που να οφείλεται στην εξωσωματική. Το ποσοστό των αποβολών και των παλίνδρομων κυήσεων είναι παρόμοιο με το αντίστοιχο ποσοστό από φυσική σύλληψη. Οι λιγοστές παρενέργειες της εξωσωματικής γονιμοποίησης κατά κανόνα αφορούν τη μητέρα και όχι το έμβρυο.
Γενικώς η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ακίνδυνη και αποτελεσματική μέθοδος για να αποκτήσουν τα υπογόνιμα ζευγάρια το δικό τους παιδί. Ο κίνδυνος από τη φαρμακευτική διέγερση της ωοθηκικής λειτουργίας, που ονομάζεται σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών, εκτιμάται για τη σοβαρή μορφή του, σε ποσοστό περίπου 1% στο σύνολο των γυναικών που εντάσσονται σε προγράμματα εξωσωματικής γονιμοποίησης. Πρόκειται για μια παρενέργεια, η οποία όμως μπορεί πλέον να προληφθεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων και να αντιμετωπισθεί πλέον αποτελεσματικά. Ο κίνδυνος από την αναλγησία-μέθη που συνήθως χορηγείται για την ωοληψία είναι ο ίδιος με τον κίνδυνο οποιασδήποτε άλλης ολιγόλεπτης χειρουργικής επέμβασης.
Ο μαστός πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά. Επισημαίνεται ότι, για προληπτικούς λόγους, σε όλες τις γυναίκες γίνεται Pap-test και έλεγχος μαστού. Μαστογραφία συνιστάται σε γυναίκες ηλικίας άνω των 35 ετών. Στις περιπτώσεις που υπάρχει ιστορικό από τον μαστό ατομικό ή οικογενειακό, ανεξάρτητα από την ηλικία της γυναίκας, πριν την έναρξη των φαρμάκων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη ειδικού μαστολόγου.
PREDICT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου