Αρχική

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Χρηματοοικονομική μελέτη στην υγεία



Οι δαπάνες υγείας στις ΗΠΑ θα αυξηθούν αυτή τη δεκαετία ταχύτερα από ό,τι η συνολική οικονομία και έως το 2019 σχεδόν 20 σεντς για κάθε δολάριο που δαπανάται στις ΗΠΑ θα πηγαίνει στην υγεία.
Οικονομολόγοι του Κέντρου Υπηρεσιών Medicare και Medicaid (CMS) δήλωσαν ότι οι εθνικές δαπάνες υγείας θα αυξηθούν με ρυθμό κατά μέσον όρο 6,1% το χρόνο επί μία δεκαετία, φθάνοντας τα 4,5 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2019 - η αύξησή τους, δηλαδή, θα είναι περίπου 1,7% ταχύτερη από ό,τι για τη συνολική οικονομία.
Οι ΗΠΑ δαπανούν περισσότερα στην περίθαλψη από οποιαδήποτε άλλη χώρα, παρόλο που περίπου 46 εκατομμύρια άτομα δεν έχουν ασφάλιση υγείας.
Η οικονομική ύφεση είχε μεγάλη επίδραση στην επιβράδυνση της αύξησης των ιδιωτικών δαπανών υγείας, καθώς οι απολυμένοι εργαζόμενοι έχασαν την παρεχόμενη από τον εργοδότη ασφάλιση υγείας. Συγχρόνως, αυξήθηκαν οι δαπάνες για το κρατικό πρόγραμμα υγείας Medicaid για τους φτωχούς .
Οι κρατικές πληρωμές αποτελούν το ήμισυ του συνόλου των δαπανών υγείας στις ΗΠΑ το 2012 και θα φθάσουν το 52% έως το 2019, καθώς αυξάνεται ο αριθμός αυτών που ασφαλίζονται στο κρατικό πρόγραμμα Medicare για τους ηλικιωμένους.
Η  αύξηση των δαπανών για συνταγογραφούμενα φάρμακα θα επιβραδυνθεί το 2012 και το 2013, καθώς έληξαν οι πατέντες πολλών επώνυμων φαρμάκων με υψηλές πωλήσεις.
Μετά από αυτό, η αύξηση στις φαρμακευτικές δαπάνες θα επιταχυνθεί ξανά, φθάνοντας το 7,7% το 2019, λόγω των αυξανόμενων τιμών των φαρμάκων και των εγκρίσεων νέων φαρμάκων, καθώς και λόγω του αυξανόμενου ποσοστού που θα αντιπροσωπεύουν τα πιο εξειδικευμένα και ακριβά φάρμακα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν αυτή την περιήγηση μας στο ασφαλιστικό και το σύστημα υγείας παρουσιάζοντας το πρόβλημα, έτσι όπως μας το προσδιορίζει η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της επιτροπής που είναι συνοδευτικό έγγραφο στην «Λευκή Βίβλο» - Βρυξέλες 23.10.2007:
Γράφει λοιπόν η Επιτροπή στο σχετικό έγγραφο: «Η ανάγκη για υιοθέτηση νέας στρατηγικής οφείλεται στις αυξανόμενες και μεταβαλλόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ και οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνον μέσω της ανάληψης συντονισμένης δράσης σε επίπεδο ΕΕ με τη συμμετοχή όλων των εταίρων και ενδιαφερόμενων παραγόντων. 
Στις προκλήσεις αυτές συγκαταλέγεται η γήρανση του πληθυσμού, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της πρότυπα των ασθενειών και απειλεί τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας καθώς και την οικονομία γενικότερα της διευρυμένης ΕΕ.
Οι απειλές για την υγεία, όπως οι πανδημίες λόγω μεταδιδόμενων ασθενειών και η βιοτρομοκρατία, προκαλούν ολοένα και μεγαλύτερη ανησυχία ενώ παράλληλα η αλλαγή του κλίματος δημιουργεί νέους κινδύνους για την υγεία. 
Οι νέες τεχνολογίες έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο προαγωγής της υγείας και πρόβλεψης, πρόληψης και θεραπείας των ασθενειών και η παγκοσμιοποίηση φέρνει συνεχείς αλλαγές στον τρόπο διάδρασης με τον υπόλοιπο κόσμο».
Σύμφωνα λοιπόν με την Ευρωπαϊκή επιτροπή τρεις είναι οι προκλήσεις στον τομέα της υγείας που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες, και όχι μόνο συμπληρώνουμε εμείς.
1. Η πρώτη πρόκληση αφορά τις δημογραφικές αλλαγές και την γήρανση του πληθυσμού, που ευθύνονται για τις μεταβολές στην τυπολογία των ασθενειών και απειλούν την βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας.
2. Η δεύτερη πρόκληση «ακούει», πάντα κατά την Ε.Ε., στο όνομα πανδημίες οι οποίες συνιστούν κύρια απειλή για την υγεία. Η αλλαγή του κλίματος, τονίζεται στην Λευκή Βίβλο, προκαλεί την εμφάνιση νέων τύπων μεταδοτικών ασθενειών.
3. Η Τρίτη πρόκληση έχει σχέση με την ταχεία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών που έφεραν «σαρωτικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο προωθούμε την υγεία και προβλέπουμε, προλαμβάνουμε και θεραπεύουμε τις ασθένειες».
Τι είναι όμως αυτό που έκανε τις κυβερνήσεις και τα κράτη να θεωρήσουν τις δαπάνες για την υγεία ένα σημαντικό πρόβλημα;  
Οι πίνακες που ακολουθούν νομίζουμε ότι δίνουν μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Συγκεκριμένα στον πίνακα 1 μπορούμε να διακρίνουμε τις συνολικές δαπάνες υγείας σαν ποσοστό (%) επί του ΑΕΠ μέσα στα τελευταία 45 χρόνια.  Από τον πίνακα αυτό παρατηρούμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία υπερδιπλασιάστηκαν και ορισμένες φορές υπερ-τριπλασιάστηκαν, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Το κόστος των δαπανών υγείας με άλλα λόγια αποτελεί ένα σημαντικό μέρος των ευρύτερων δαπανών μιας κοινωνίας, ιδιαίτερα των αναπτυγμένων χωρών.
Πίνακας 1


Στον πίνακα 2 που ακολουθεί μπορούμε να διακρίνουμε το ποσοστό που οι κυβερνήσεις των διαφόρων χωρών δαπανούν για τις συνολικές δαπάνες υγείας σαν ποσοστό (%) επί του συνόλου των δαπανών υγείας. Στον πίνακα αυτό παρατηρούμε κάτι που είναι αξιοπερίεργο όσο αφορά τις δαπάνες της πολιτείας για την υγεία στην Ελλάδα.
Πράγματι ή Ελλάδα μαζί με τις ΗΠΑ και το Μεξικό, αποτελούν τις μόνες, από τις ανεπτυγμένες χώρες, που οι κυβερνήσεις συμμετέχουν με ποσοστό λιγότερο του 50% των συνολικών δαπανών υγείας. Μάλιστα για την χώρα μας, που είναι και η μοναδική Ευρωπαϊκή με αυτά τα αξιοζήλευτα νούμερα, το ποσοστό που έβαινε συνεχώς μειούμενο από το 2000 μέχρι το 2005.
Πίνακας 2


Τέλος στον πίνακα 3 μπορούμε να διακρίνουμε την αύξηση σε απόλυτους αριθμούς και ανά πολίτη των συνολικών δαπανών υγείας  (δημοσίων και ιδιωτικών) σε Ισοδύναμες Μονάδες Αγοραστικής Αξίας, που δείχνει και την απόλυτη ανάγκη για δαπάνες προϊόντων και υπηρεσιών υγείας καθώς και την εξέλιξη στην ζήτηση αυτών των προϊόντων και υπηρσιών μέσα στον χρόνο. Στον πίνακα αυτό παρατηρούμε κάτι άλλο που είναι αξιοπερίεργο σε σχέση με την χώρα μας. Παρατηρούμε ότι στην χώρα μας ο πολίτης, συνολικά (δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες), δαπανά κατά κεφαλή περισσότερα για την υγεία από ότι ο Σουηδός, ο Δανός και ο Φιλανδός. Μόνο που στις χώρες αυτές, οι οποίες μάλιστα φημίζονται για την ποιότητα των υπηρεσιών τους, το κύριο βάρος των δαπανών το σηκώνει το κράτος, σύμφωνα με τον πίνακα 2.

Πίνακας 3



Γίνεται λοιπόν σαφές ότι ο κυριότερος παράγοντας που καθιστά τις δαπάνες υγείας ένα κυρίαρχο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών, είναι η σημαντική διόγκωση αυτών των δαπανών και η αδυναμία του κράτους να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτές «αποτελεσματικά», την στιγμή μάλιστα που οι κοινωνικές ανάγκες, γενικότερα, αυξάνονται. 
Τα ερωτήματα φυσικά που γεννιόνται, αν κάποιος αποδεχτεί ότι οι δαπάνες αυτές είναι δυσβάσταχτές για τις σύγχρονες κοινωνίες, είναι: Γιατί το κράτος «δυσκολεύεται» να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις; η οικονομική ανάπτυξη δεν αρκεί για να στηρίξει και την κοινωνική ευημερία; Δεν συμβάλουν οι δαπάνες υγείας στην οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας; Είναι τελικά αυτές οι δαπάνες αντιπαραγωγικές; Και τέλος πάντων ποιος είναι ο στόχος των σύγχρονων κοινωνιών; Παράγουμε για να ζούμε ή ζούμε για να παράγουμε;
Θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο, πριν προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, να διερευνήσουμε περισσότερο τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις δαπάνες υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και την εξέλιξη αυτών. 
Ποιες λοιπόν είναι οι παράμετροι που επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, την εξέλιξη αυτών των δαπανών; 
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι ή ραγδαία αύξηση των δαπανών οφείλεται στις δύο βασικές παραμέτρους που ακολουθούν:
1. Tην αύξηση του όγκου των πωλήσεων, δηλαδή την αύξηση, σε απόλυτους αριθμούς, της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών υγείας και
2. Την αύξηση της αξίας πωλήσεων ανά μονάδα προϊόντος ή υπηρεσίας υγείας

Δαπάνες υγείας = Τιμή ανά μονάδα  Χ  Ποσότητα των προϊόντων και υπηρεσιών

Με την σειρά τους αυτές οι δύο παράμετροι επηρεάζονται από άλλες σημαντικές παραμέτρους. Συγκεκριμένα οι σημαντικότερες παράμετροι που επηρεάζουν την αύξηση του όγκου πωλήσεων, δηλαδή του συνολικού όγκου προϊόντων και υπηρεσιών υγείας, που ζητούνται και καταναλώνονται, εξαρτάται από:
- την αύξηση του πληθυσμού
- το δημογραφικό (περισσότεροι άνθρωποι άνω των 65 που καταναλώνουν προϊόντα και υπηρεσίες υγείας)
- την νοσηρότητα (δηλαδή τις ασθένειες και τον χρόνο θεραπείας-νοσηλείας που αυτές απαιτούν για να αντιμετωπιστούν)
-από την άλλη πλευρά οι παράμετροι που επηρεάζουν την αύξηση της αξίας ανά μονάδα, των προϊόντων και υπηρεσιών υγείας, είναι:
- ο πληθωρισμός και
- δομικές παράμετροι
Η σημαντικότερη δομική παράμετρος είναι:
- Η τεχνολογία και το κόστος αυτής.
Τέλος και πριν προσεγγίσουμε τις διαφορετικές παραμέτρους ξεχωριστά, προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο και την ένταση με την οποία αυτές επηρεάζουν και συμβάλουν στην εξέλιξη των κοινωνικών δαπανών, ας δούμε πως οι δαπάνες αυτές χωρίζονται στις επιμέρους βασικές τους λειτουργίες, αφού όπως είναι γνωστό οι δαπάνες για την υγεία αποτελούν ένα μέρος αυτών των δαπανών. 
Στον πίνακα 4 που ακολουθεί παρατηρούμε τις κοινωνικές δαπάνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανά είδος και σαν ποσοστιαία (%) δαπάνη επί του ΑΕΠ. Στον πίνακα αυτό φαίνεται καθαρά ότι οι συντάξεις «αποτελούν την μερίδα του λέοντος των συνολικών δαπανών για κοινωνική προστασία», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η Ελληνική Έκθεση Στρατηγικής για τις Συντάξεις – Σεπτέμβριος 2002 (ΕΕΣΣ). Όπως μπορείτε και εσείς να δείτε, ο Πίνακας 4 περιέχει συγκριτικά στοιχεία αναφορικά με την θέση των συντάξεων στις διάφορες χώρες της ΕΕ. Όπως αναφέρεται και πάλι στην έκθεση, «από τον πίνακα προκύπτει ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα δεν απέχουν ουσιαστικά (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από τον μέσο όρο της ΕΕ». Με άλλα λόγια διαπιστώνουμε μια ικανοποίηση της Ελληνικής πολιτείας, τουλάχιστο, για την προσπάθεια που αυτή έκανε.
Αυτό εμείς το ονομάζουμε «αυταρέσκεια» της Ελληνικής πολιτείας και των Ελληνικών κυβερνήσεων οι οποίες αρέσκονται να χρησιμοποιούν τα νούμερα κατά το δοκούν και να επιλέγουν εκείνα τα νούμερα που τους βοηθούν στην επικοινωνιακή στρατηγική τους έναντι των πολιτών, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι οι παροχές σε είδος αφορούν την υγεία, τις υπηρεσίες κατάρτισης και άλλες κοινωνικές παροχές, όπως τα οικογενειακά επιδόματα, τα επιδόματα ανεργίας και άλλα.
Πίνακας 4



Φυσικά και η διαχρονική εξέλιξη αυτών των δαπανών βαίνει αυξητική, αν λάβουμε υπόψη μας τους πίνακες 5 και 6. που ακολουθούν.

Πίνακας 5
Κοινωνικές Δαπάνες στις χώρες του ΟΟΣΑ 1960 – 1975

Πίνακας 6
Οι Κυριότεροι Κλάδοι της Κοινωνικής Ασφάλειας (% επί του συνόλου των δαπανών) (1980)



Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται ανάμεσα στις χώρες, σε όλους τους πίνακες, είναι σαφές ότι οφείλονται, τόσο στα διαφορετικά χαρακτηριστικά (δημογραφικά, νοσηρότητας, κλπ), όσο και στις διαφορετικές πολιτικές που οι χώρες εφαρμόζουν για τα θέματα αυτά.
Αυτό πάντως που γίνεται σαφές με την πρώτη ματιά είναι ότι υπάρχει μια σημαντική αύξηση των κοινωνικών δαπανών σε ότι αφορά όλες τις συνιστώσες τους. Δηλαδή παρατηρούμε αύξηση των δαπανών, τόσο για τις συντάξεις, όσο και για την υγεία, αλλά και για τα οικογενειακά και άλλα επιδόματα, όπως είναι ή στήριξη των ανέργων, για παράδειγμα.
Συνεχίζοντας το «ταξίδι» μας στον κόσμο του ασφαλιστικού θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε ορισμένες από τις παραμέτρους του προβλήματος, όπως είχαμε δηλώσει από την προηγούμενη φορά. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δούμε την κάθε παράμετρο, που αναφέραμε στο πρώτο μέρος αυτής της παρουσίασης από κοντά και να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζει τις κοινωνικές δαπάνες και τις δαπάνες για την υγεία ειδικότερα.
Θα ξεκινήσουμε λοιπόν την προσπάθεια με τις δημογραφικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία 40 χρόνια. 
Οι τρεις από τις σημαντικότερες δημογραφικές αλλαγές που αφορούν την υγεία και τα κόστη που συνδέονται με αυτή είναι:
• Η μεγάλη μετατόπιση των αγροτικών πληθυσμών προς τις αστικές περιοχές
• Η ολιγομελής οικογένεια - οι γυναίκες δεν κάνουν (συνήθως) περισσότερα του 1-2 παιδιών στον αναπτυγμένο κόσμο.
• Η γήρανση του πληθυσμού
Οι δημογραφικές αλλαγές όμως, έχουν σαν συνέπεια τους, ευρύτερες επιδημιολογικές αλλαγές και πίσω από τις δύο πρώτες αλλαγές κρύβονται οικονομικές και παραγωγικές δραστηριότητες που έχουν επίσης αλλάξει δραματικά την ζωή μας κατά τα τελευταία χρόνια, όπως θα διαπιστώσουμε και παρακάτω. Για να καταλάβουμε την γενικότερη σύνδεση των προβλημάτων υγείας με την γενικότερη παραγωγική δραστηριότητα δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μία ματιά στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, στις οποίες αρχίζει όλο και περισσότερο να μοιάζει το προφίλ των προβλημάτων υγείας των πληθυσμών τους, με το αντίστοιχο των αναπτυγμένων και σύγχρονων κρατών (ΗΠΑ, Ευρώπη). Δηλαδή υπάρχει μία μετατόπιση των ασθενειών από τις λοιμώξεις, στις χρόνιες παθήσεις όπως είναι ο διαβήτης, τα νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος και ο καρκίνος.
Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά τις μεταβολές στο δημογραφικό. Στον πίνακα 1 που ακολουθεί μπορούμε να παρατηρήσουμε τις πληθυσμιακές μεταβολές που έλαβαν χώρα στις σύγχρονες Ευρωπαϊκές κοινωνίες τα τελευταία 40 χρόνια.

Πίνακας 1 – Συνολικός πληθυσμός σε εκατομμύρια ανθρώπους (Επιλεγμένες χώρες)



Μπορούμε να πούμε ότι η αύξηση των 75 περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων, για τις συγκεκριμένες Ευρωπαϊκές χώρες, μέσα σε αυτά τα 40 χρόνια, ήταν μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού και σίγουρα δεν ήταν αυτή που συνετέλεσε (χωρίς να σημαίνει ότι δεν συνέβαλε) στην δραματική αύξηση των δαπανών υγείας που είδαμε στους προηγούμενους πίνακες.
Η γήρανση του πληθυσμού όμως, αποτελεί την σημαντικότερη από τις παραμέτρους του δημογραφικού που έχει καταλυτική επίδραση στις δαπάνες υγείας και κοινωνικής προστασίας γενικότερα. Στον πίνακα 2 που ακολουθεί παρατηρούμε την αύξηση του ποσοστού (%) των ανθρώπων που υπερβαίνουν το 65ο έτος της ηλικίας, καθώς και την εξέλιξη αυτής της τάσης τα τελευταία 40 χρόνια.

Πίνακας 2



Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι: Γιατί το δημογραφικό, δηλαδή η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί οικονομικό πρόβλημα για τις κυβερνήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστεί και όχι ευλογία για όλους;
Φυσικά η μια αιτία είναι ότι έχει μεγαλώσει δραματικά ο αριθμός των συνταξιούχων (λόγω γήρατος), αφού για παράδειγμα, το 1960 ελάμβανε σύνταξη στην Ελλάδα το 8,1% του πληθυσμού, που αντιπροσώπευε 680.000 περίπου ανθρώπους, ενώ το 2000 το 17.3%, το οποίο  αντιπροσώπευε 1.900.000 περίπου συνταξιούχους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν λαμβάνονται υπόψη άλλες κοινωνικές δαπάνες, όπως για παράδειγμα συντάξεις, λόγω ανικανότητας, οικογενειακά επιδόματα,  κλπ.
Δεν είναι όμως μόνο οι δαπάνες που αφορούν τις συντάξεις που συνέβαλαν και συμβάλουν στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Μια άλλη μεγάλη συνιστώσα είναι οι δαπάνες υγείας. Για να κατανοήσουμε καλλίτερα αυτό το «παράδοξο» θα πρέπει πάλι να καταφύγουμε στην ανάλυση αυτού που τα «γηρατειά» αντιπροσωπεύουν σε κόστος υγείας και όχι μόνο.
Ας δούμε λοιπόν την σχέση υγείας και ηλικίας μέσα από τους τρεις πίνακες που ακολουθούν:

Πίνακας 3: Πώς είναι η υγεία σας γενικά; Απαντήσεις: Καλή και Πολύ καλή
Απαντήσεις ανάλογα με την ηλικία



Πίνακας 4: Έχεις κάποια μακροχρόνια ασθένεια ή πρόβλημα υγείας; Απάντήση: Ναι
Απαντήσεις ανάλογα με την ηλικία



Πίνακας 5: Τους τελευταίους 6 μήνες, σε ποια έκταση, αν συμβαίνει, έχουν περιοριστεί οι δραστηριότητες σου, που ένας κανονικός άνθρωπος κάνει, λόγω προβλημάτων υγείας;
Απαντήσεις: έχουν περιοριστεί δραματικά και μερικώς



Από τους πίνακες αυτούς γίνεται σαφές ότι το πρόβλημα της υγείας, είτε υποκειμενικά, είτε αντικειμενικά, λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις μετά την ηλικία των 55 ετών και όπως είναι ευκολονόητο γίνεται ακόμη πιο δραματικό μετά την ηλικία των 65 ετών. Για να κάνουμε ακόμη πιο σαφές αυτό που οι πίνακες μας δείχνουν θα κάνουμε μια μικρή και αυθαίρετη αναγωγή σε απόλυτους αριθμούς, λαμβάνοντας υπόψη μας τα δημογραφικά στοιχεία στην χώρα μας που παρατίθενται στον πίνακα 6.

Πίνακας 6



Σύμφωνα λοιπόν με αυτό τον πίνακα το 1961 στην χώρα μας υπήρχαν 679.473 πολίτες των οποίων η ηλικία υπερέβαινε το 65ο έτος της ηλικίας. Αν υποθέσουμε (αυθαίρετα, αλλά με μεγάλη ασφάλεια) ότι το 50% αυτών των ανθρώπων, είχαν πρόβλημα υγείας και επομένως ήταν απαραίτητο να δαπανηθούν πόροι για αυτούς, τότε 340.000 περίπου άνθρωποι θα είχαν ανάγκη υπηρεσιών και προϊόντων υγείας, εκτός φυσικά από την σύνταξη τους. Τα αντίστοιχα απόλυτα νούμερα για τα έτη 1981 και 2001 (σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του πίνακα 2) θα ήταν 638.000 περίπου άνθρωποι και 946.000 περίπου, άνθρωποι.
Θα μπορούσε κάποιος δηλαδή να ισχυριστεί ότι, οι δαπάνες για υπηρεσίες και προϊόντα υγείας θα έπρεπε να τριπλασιαστούν τουλάχιστον, σε σταθερές τιμές, μέσα σε αυτά τα χρόνια και μόνο για αυτή την κατηγορία πληθυσμού. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, γιατί η αύξηση των δαπανών δεν είναι αναλογική, αλλά εκθετική και αυτό γιατί οι παράμετροι που επηρεάζουν το ύψος αυτών των δαπανών δεν συνδέονται απλά με την ηλικία και τον αριθμό των πασχόντων μόνο. Συγκεκριμένα οι παράμετροι που επηρεάζουν το ύψος των δαπανών για προϊόντα και υπηρεσίες υγείας φαίνονται, σε γενικές γραμμές, στο πίνακα 7 που ακολουθεί.

Πίνακας 7



Το δημογραφικό ήδη το θίξαμε και «γνωρίσαμε» τις επιπτώσεις του χοντρικά στις δαπάνες προϊόντων και υπηρεσιών υγείας (τουλάχιστον τριπλασιασμός).
Το πρόβλημα της νοσηρότητας είναι σημαντικό επίσης όπως θα δούμε, γιατί τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές αλλαγές που αφορούν τα είδη των ασθενειών από την μια πλευρά και την διάρκεια της νοσηρότητας από την άλλη. Αυτά τα δύο μαζί συντελούν στην διαμόρφωση του κόστους θεραπείας, αλλά και της αποκατάστασης και ένταξης των πολιτών και πάλι στην ομαλή κοινωνική ζωή.
Ας δούμε τις μεταβολές που παρουσιάστηκαν στην νοσηρότητα τα τελευταία 100 χρόνια. Στα δύο γραφήματα που ακολουθούν μπορούμε να διακρίνουμε τις 10 κυριότερες αιτίες θανάτου στις ΗΠΑ το 1900 και το 2000.




Πηγή
: Public Health - Bernard J. Turnock - Leading causes of death as a percantage of all deaths in the USA. Source: Department of Health and Human services

Επίσης στο παρακάτω πίνακα διακρίνουμε, σύμφωνα με μια άλλη μελέτη, τις κυριότερες αιτίες-ασθένειες που οδήγησαν σε απώλεια «χρόνων ζωής» το 1990 και πως αναμένεται να διαμορφωθεί το ανάλογο «τοπίο» έως το 2020, για όλο τον κόσμο.

Πηγή: Scientific American, Public Health in Transition –Barry R. Bloom

Γιατί όμως οι αλλαγές στην νοσηρότητα επηρεάζουν σημαντικά το κόστος υγείας; Για να γίνει κατανοητό αυτό θα πρέπει να γνωρίσουμε τις παραμέτρους που επιδρούν στο κόστος και σχετίζονται με την νοσηρότητα. Οι παράμετροι αυτοί φαίνονται χοντρικά στον πίνακα 8 που ακολουθεί.

Πίνακας 8



Στο σημείο αυτό θα προσθέσουμε άλλη μια παράμετρο, που ίσως αποδειχτεί σημαντική για το κόστος θεραπείας μια ασθένειας και αυτή είναι η παράμετρος χρόνος. Το κόστος φάρμακο-θεραπείας, για παράδειγμα, ενός ασθενή που έχει υποστεί μια λοίμωξη μπορεί είναι σημαντικά μικρότερο από την θεραπεία ενός ασθενή που έχει υποστεί καρδιακή προσβολή και θα αναγκαστεί να λαμβάνει εφ’ όρους ζωής 3-4 φάρμακα. Είναι λοιπόν σαφές ότι η μετάβαση από βραχυχρόνιες ασθένειες σε μακροχρόνιες ασθένειες μπορεί να πολλαπλασιάζει το κόστος θεραπείας. Επίσης τα μέσα που απαιτούνται να χρησιμοποιηθούν για να αντιμετωπιστεί μια πάθηση μπορεί να εκτινάξουν τα κόστη αυτά στα ύψη (νοσηλεία σε νοσοκομείο ή μονάδα εντατικής θεραπείας, φάρμακα, άλλες υπηρεσίες). Για παράδειγμα, οι πίνακες που ακολουθούν (9, 10 και 11) δείχνουν το κόστος θεραπείας για τρεις βασικές κατηγορίες ασθενειών στην Ολλανδία (είναι ευκολότερο να βρεις στοιχεία από εκείνες τις χώρες που κατανοούν την αξία της καταγραφής των δεδομένων).

Στον πίνακα 9 παρατηρούμε ότι το συνολικό κόστος αντιμετώπισης των λοιμώξεων στην Ολλανδία ανέρχεται στα €1, 04 δις περίπου.

Πίνακας 9: Συνολικό κόστος λοιμώξεων (σε εκατομμύρια ευρώ)
(Στοιχεία 2003)



Στον πίνακα 10 παρατηρούμε ότι το κόστος αντιμετώπισης των νεοπλασμάτων στην Ολλανδία ανέρχεται σε €2,2 δις περίπου και είναι υπερδιπλάσιο του κόστους αντιμετώπισης των λοιμώξεων.

Πίνακας 10: Συνολικό κόστος νεοπλασμάτων (σε εκατομμύρια ευρώ)
(στοιχεία 2003)


Στον πίνακα 11 που ακολουθεί παρατηρούμε ότι το κόστος αντιμετώπισης των καρδιαγγειακών νοσημάτων, στην ίδια πάντα χώρα, ανέρχεται στο ποσό των €4,2 δις περίπου και είναι διπλάσιο και από εκείνο του κόστους των νεοπλασμάτων.

Πίνακας 11: Συνολικό κόστος καρδιαγγειακών  νοσημάτων (σε εκατομμύρια ευρώ)
(στοιχεία 2003)


Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε λέγοντας ότι οι ποσοστιαίες μεταβολές (%) του συνολικού κόστους υγείας είναι μια «απλή» μαθηματική εξίσωση η οποία εκφράζεται με την μορφή:

HC = HP X V X POP

Όπου:
Συνολική μεταβολή κόστους υγείας (HC) = 1 +  ετήσια % μεταβολή στις δαπάνες υγείας
Συνολική μεταβολή πληθυσμού (POP) = 1 + ετήσια % μεταβολή του πληθυσμού
Συνολική μεταβολή στις αξίες (HP) = 1 + ετήσια % μεταβολή στις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών υγείας
Συνολική μεταβολή στον όγκο (ζήτηση) προϊόντων και υπηρεσιών υγείας (V) = 1 + ετήσια μεταβολή στον όγκο προϊόντων και υπηρεσιών υγείας.
Έτσι, για παράδειγμα μια αύξηση του πληθυσμού κατά 4% και μια αύξηση του όγκου πωλήσεων κατά 7%, και τέλος μια αύξηση των τιμών κατά 3,5% θα επέφερε μια συνολική αύξηση των δαπανών κατά:
HC = 1,04 Χ 1,07 Χ 1, 035 = 1,15 - δηλαδή αύξηση κατά 15% περίπου
Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι, η παράμετρος όγκος (ζήτηση) των προϊόντων και υπηρεσιών υγείας εξαρτάται, από την ένταση με την οποία οι επιμέρους παράμετροι επηρεάζουν αυτή την ζήτηση, και αυτές οι επιμέρους παράμετροι είναι η ηλικία και η νοσηρότητα, που όπως είδαμε επηρεάζουν δραματικά την ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών υγείας. Με άλλα λόγια η αύξηση του συνολικού πληθυσμού κατά 1%, και η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που έχει υπερβεί το 65 έτος της ηλικίας κατά 1%, δεν έχουν την ίδια επίδραση στο συνολικό κόστος υγείας. Επίσης η αύξηση των χρόνιων και «σπάταλων» παθήσεων, έχει πολύ μεγαλύτερη επίδραση στο συνολικό κόστος υγείας, από την απλή αύξηση της νοσηρότητας γενικά. Με άλλα λόγια οι δαπάνες θα αυξάνονται με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς αν η νοσηρότητα μετατοπίζεται σε ασθένειες όπως ο καρκίνος, οι παθήσεις του κυκλοφορικού ή οι παθήσεις του Νευρικού συστήματος, όπως  η νόσος του Alzheimer.
Και το ερώτημα που γεννάται είναι αν υπάρχουν στοιχεία για τις επιδράσεις αυτών των ασθενειών στις συνολικές δαπάνες υγείας της χώρας μας και ακόμα σημαντικότερο αν υπάρχουν στοιχεία για τα αίτια που κάνουν αυτές τις ασθένειες να αυξάνονται. Φυσικά το ερώτημα που τέθηκε στο πρώτο μέρος παραμένει και ενισχύεται. Φτάνει η ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας μας να καλύψει αυτές τις ανάγκες; Μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε; Πόσο θα πρέπει, δηλαδή, να αυξάνουμε το ΑΕΠ για να καλύψουμε τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες για δαπάνες υγείας (και όχι μόνο);
Πριν εκφράσουμε σκέψεις, όμως, για όλα τα παραπάνω ή πριν διαμαρτυρηθούμε γιατί κανείς μέχρι τώρα από τους υπεύθυνους λειτουργούς του κράτους δεν μας έχει δώσει κάποια στοιχεία σχετικά με τα παραπάνω - εμείς τα μόνα στοιχεία που ξέρουμε είναι ότι, υπάρχει πρόβλημα με το ασφαλιστικό και δεν υπάρχουν λεφτά, άρα κάτι πρέπει να κάνουμε (εκάστοτε κυβέρνηση).

Πριν όμως προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τις αιτίες που επηρεάζουν αρνητικά ή θετικά την νοσηρότητα, θα πρέπει για άλλη μια φορά να τονίσουμε ότι οι συντάξεις και οι δαπάνες υγείας αποτελούν ένα μόνο μέρος (το κυριότερο) των συνολικών κοινωνικών δαπανών. Υπάρχουν, για παράδειγμα, οι δαπάνες που αφορούν τα οικογενειακά επιδόματα, τους ανέργους, τους ανάπηρους, κλπ, δαπάνες που επηρεάζονται και επηρεάζουν τις γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. 
Ας επιστρέψουμε όμως στην νοσηρότητα και ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα: Τι είναι αυτό που επηρεάζει την νοσηρότητα; Μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το τεράστιο κόστος, αλλά και την τεράστια ταλαιπωρία για τους ασθενείς και τους συγγενείς τους; Υπάρχει λύση σε αυτό το αδιέξοδο ή στα επόμενα 50 χρόνια οι δαπάνες υγείας και οι υπόλοιπες δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας, θα αποτελούν πάνω από το 50% των συνολικών δαπανών μιας οικονομίας; Και αν ναι πόσο θα πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη και σε βάρος τίνος για να αντεπεξέλθουμε σε αυτό το φορτίο;
Ας δούμε όμως, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση (και όχι μόνο) ποιες είναι οι αιτίες που επηρεάζουν την υγεία μας και συντελούν στην αύξηση ή την μείωση της νοσηρότητας. Στο βιβλίο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «The social Situation in the European Union» (2003) (Η κοινωνική κατάσταση στην Ε.Ε.) αναφέρεται ότι, «Οι εξελίξεις υγείας καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις περιβαλλοντικές συνθήκες…». Στο ίδιο έντυπο αναφέρεται ότι: «Η ανθρώπινη υγεία εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα ποιοτικής τροφής, ύδατος, αέρα και στέγης. Επηρεάζεται επίσης από το θόρυβο, την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τα ατυχήματα και τα ανεπαρκή συστήματα απομάκρυνσης λυμάτων».
Στο 2ο μέρος αυτής της προσέγγισης για το ασφαλιστικό, μια από τις παραμέτρους που αναφέραμε ότι επηρεάζουν το δημογραφικό είναι η μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς τις πόλεις. Ακριβώς αυτή η γρήγορη αστικοποίηση που παρατηρήθηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων 50 χρόνων έχει δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα σε πολλές πόλεις, προβλήματα που έχουν σχέση με την υγεία, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και οι «απαράδεκτοι», κατά το βιβλίο που έκδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όροι κατοικίας. Επίσης, άλλα προβλήματα, που σχετίζονται με την γρήγορη αστικοποίηση και εκβιομηχάνιση, αλλά και οικονομική ανάπτυξη, είναι τα προβλήματα που αφορούν την μόλυνση των υδάτων, για παράδειγμα. Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι να υπενθυμίσουμε ότι στην χώρα μας, και πολύ κοντά στην Αθήνα, υπάρχει το πρόβλημα στα Οινόφυτα, η μόλυνση του Ασωπού και άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα που συνδέονται και ευθύνονται με σημαντικές, σε όρους σοβαρότητας, παθήσεις.
Τέλος στο ίδιο έγγραφο (της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) υπάρχει ένα πολύ σημαντικό σχήμα το οποίο μας περιγράφει με τον πλέον παραστατικό τρόπο τους καθοριστικούς παράγοντες της υγείας.


Αλλά και σε ένα πιο σύγχρονο ντοκουμέντο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «The Contribution of Health to the Economy in EU» (Η συνεισφορά της υγείας στην οικονομία της Ε.Ε), που εκδόθηκε στις 23 Αυγούστου του 2005, αναφέρεται ότι: «η υγεία ενός ατόμου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το γενετικό κληροδότημα, ο τρόπος ζωής, οι συνθήκες ζωής και εργασίας (πρόσβαση και χρήση της υγείας, εκπαίδευση, πλούτος, στέγαση, επαγγελματική απασχόληση) και τις γενικότερες κοινωνικό-οικονομικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές συνθήκες».
Αν όλα τα παραπάνω αντανακλούν την πραγματικότητα, τότε το πρόβλημα της σύγχρονης νοσηρότητας και οι δαπάνες υγείας έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με ολοκληρωμένες πολιτικές αλλά και νοοτροπίες, που αφορούν τον τρόπο παραγωγής, διατροφής, διαβίωσης και παιδείας των πολιτών, παρά με μία απλή ανακατανομή των πόρων προς την κατεύθυνση της αύξησης της χρηματοδότησης και των επενδύσεων στην υγεία.
Εδώ βρίσκεται και η πρώτη «αντίφαση» του σύγχρονου τρόπου ζωής. Δηλαδή, παράγουμε, καταναλώνουμε και συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα, σε σύγκριση με αυτά που υποτίθεται ότι λύνει. Όπως θα δούμε στα επόμενα κείμενα αυτής της προσπάθειας, οι περισσότερες από τις σύγχρονες χρόνιες ασθένειες είναι απόρροια του τρόπου ζωής (διατροφή, κάπνισμα, ατυχήματα, κατάθλιψη, κλπ). Θα μπορούσαμε μάλιστα να καταλήξουμε (με λίγη δόση υπερβολής) ότι ζούμε για να αρρωσταίνουμε. Έχουμε δηλαδή εισάγει και στην υγεία τον καταναλωτικό τρόπο σκέψης και δράσης που διέπει και τις υπόλοιπες δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής. Φυσικά η αντίφαση αυτή δεν αφορά μόνο την υγεία αλλά και το περιβάλλον, το οποίο επίσης φαίνεται να φτάνει στα όρια του, όσο αφορά τον τρόπο με το οποίο το αντιμετωπίζουμε.
Η γενεσιουργός αιτία για όλα αυτά, είναι η ίδια. Είναι ο τρόπος σκέψης που στηρίζεται στον τρόπο που έχουμε μάθει να παράγουμε τα «προς το ζην», όλα αυτά τα χρόνια. Ένας τρόπος σκέψης που απορρέει από τις αρχές της «κλασικής οικονομίας». 
Η οικονομική ανάπτυξη, μας λεει ο HERMANE E. DALY (καθηγητής στην Σχολή Δημόσιας Πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Maryland, ΗΠΑ), θεωρείται από πολλούς ότι είναι η απάντηση στις σύγχρονες παθήσεις όπως: η φτώχεια, η ανεργία, κλπ. Η ανάπτυξη αυτή που μάθαμε μέχρι τώρα θα μπορούσε πράγματι να είναι θαυμάσια για την παγκόσμια οικονομία, αν αυτή λειτουργούσε στο κενό, αλλά δεν λειτουργεί στο κενό. Αντίθετα η οικονομία αποτελεί ένα υποσύνολο του πεπερασμένου συνόλου, που είναι η βιόσφαιρα (και αυτή αφορά και το βιολογικό μας υπόστρωμα), πάνω στην οποία αυτή η οικονομία (δηλαδή η ανθρώπινη δραστηριότητα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών) στηρίζεται.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι, οι υψηλές δαπάνες για την υγεία από μόνες τους δεν λύνουν το πρόβλημα. Για παράδειγμα οι ΗΠΑ ξοδεύουν περίπου $4887 κατά κεφαλή (περίπου το 15% του ΑΕΠ της χώρας τους) για την υγεία και έχουν 45 εκ. ανασφάλιστους, ενώ ταυτόχρονα δεν υπερτερούν σε κανέναν από τους βασικούς δείκτες απόδοσης υγείας έναντι των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών. Το αυξημένο ποσοστό δαπανών που έχουν για την υγεία, κάθε άλλο παρά έχει βοηθήσει στην λύση του προβλήματος. Αντίθετα μπορούμε να μιλήσουμε για σπατάλη πόρων αν πάρουμε υπόψη μας ότι η Σουηδία δαπανά $2270 κατά κεφαλή (περίπου το 10% του ΑΕΠ της) και έχει πλήρη κάλυψη του πληθυσμού, με παροχή μάλιστα υψηλών υπηρεσιών υγείας στους πολίτες της.
Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι πράγματι τα «προβλήματα» του ασφαλιστικού και της υγείας είναι πολύ πιο σύνθετα από ότι φαίνονται και ότι οι μονοδιάστατες αναλύσεις ή τοποθετήσεις (αν δεν γίνονται εκ του πονηρού) μόνο κινδύνους, για το άμεσο πλέον μέλλον, εγκυμονούν. Κατά την άποψη μου το πρόβλημα του ασφαλιστικού, της υγείας, αλλά και το γενικότερο πρόβλημα των κοινωνικών παροχών, είναι βασικά πρόβλημα φιλοσοφικό-ιδεολογικό, που εκδηλώνεται σαν πολιτικό και καταλήγει να φαίνεται στενά οικονομικό.
«Τα σημαντικά προβλήματα που βρίσκονται μπροστά μας δεν μπορούν να επιλυθούν, με το επίπεδο σκέψης που είχαμε όταν τα δημιουργήσαμε».

Ένας υγιής πληθυσμός χρειάζεται λιγότερη περίθαλψη…
Οι δαπάνες υγείας αυξάνονται διεθνώς. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση κυμαίνονται κατά μέσο όρο στο 9% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα έφτασαν στο 10%, ενώ στις ΗΠΑ ξεπέρασαν το 15%. Οι κυβερνήσεις και πολλοί ιθύνοντες από τον χώρο της υγείας αντιμετωπίζουν την αύξηση αυτή ως μια αδικαιολόγητη, ανεξέλεγκτη και επιζήμια απειλή, όχι μόνο για τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας, αλλά και για την ίδια την οικονομία. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος.
Η αύξηση των δαπανών υγείας, ιδίως την τελευταία δεκαετία στις αναπτυγμένες χώρες, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη γήρανση του πληθυσμού και στη συνακόλουθη αύξηση της ζήτησης, στην επικράτηση των χρόνιων νοσημάτων που απαιτούν μακροχρόνιες θεραπείες, στη νέα ιατρική και φαρμακευτική τεχνολογία που είναι πιο ακριβή και στις αυξημένες απαιτήσεις και προσδοκίες των πολιτών για περισσότερη και καλύτερη ιατρική φροντίδα. Αρα δεν είναι αδικαιολόγητη, γι΄ αυτό και η αύξηση των δαπανών υγείας θα συνεχιστεί όσο συνεχίζουν να επικρατούν οι τάσεις αυτές. Πόσο θα αυξηθούν δεν είναι κάτι το δεδομένο, παρά την πρόβλεψη του ΟΟΣΑ για διπλασιασμό τους ως το 2050.
Πρώτα απ΄ όλα, αν και οι δαπάνες υγείας αυξάνονται με την ηλικία, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πιο γηρασμένοι πληθυσμοί θα είναι και πιο δαπανηροί. Σχετικές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι οι μεγάλες δαπάνες υγείας σχετίζονται με το τελευταίο έτος ζωής και όχι με την ηλικία. Σε όσο δε μικρότερη ηλικία επέρχεται ο θάνατος τόσο μεγαλύτερες είναι οι δαπάνες αυτές, γιατί καταβάλλονται περισσότερες και πιο εντατικές προσπάθειες περίθαλψης. Επιπρόσθετα, υπάρχουν πρόσφατες ενδείξεις πως οι ηλικιωμένοι στην εποχή μας είναι πιο υγιείς απ΄ ό,τι στο παρελθόν και βιώνουν λιγότερη νοσηρότητα εξαιτίας της υιοθέτησης ενός πιο υγιούς τρόπου ζωής και της χρήσης προληπτικών υπηρεσιών. Αρκεί να τους παρέχεται αυτή η δυνατότητα. Κάτι που δυστυχώς δεν ισχύει προς το παρόν στη χώρα μας. Εξάλλου, ένα άτομο που υπερβαίνει τον μέσο όρο του προσδόκιμου ζωής έχει κατά κανόνα γερή κράση και καλή υγεία.
Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων έχουν αναπτυχθεί δύο ενδιαφέρουσες θεωρίες: Η θεωρία της «συμπίεσης της νοσηρότητας», η οποία υποστηρίζει ότι όσο ο πληθυσμός θα γίνεται γηραιότερος η έναρξη της νοσηρότητας θα καθυστερεί και θα πλήττει για μικρότερο διάστημα, και η θεωρία της «δυναμικής ισορροπίας», σύμφωνα με την οποία, καθώς αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, τα χρόνια που διατελεί κανείς άρρωστος θα παραμένουν σταθερά.
Βέβαια, η επικράτηση των χρόνιων νοσημάτων, καθώς και το γεγονός ότι τα ηλικιωμένα άτομα χρήζουν μεγαλύτερης προνοιακής φροντίδας θα επιβαρύνουν τις δαπάνες του ευρύτερου τομέα της υγείας. Μόνο που, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η επιβάρυνση αυτή δεν είναι αναπόφευκτο να προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ακόμα και στο κρίσιμο θέμα της νέας και πιο ακριβής ιατρικής και φαρμακευτικής τεχνολογίας θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι η τεχνολογία αυτή είναι και πιο αποτελεσματική. Χάρη σε αυτήν μειώθηκε η μέση διάρκεια νοσηλείας στο μισό κατά την τελευταία εικοσαετία και χάρη σε αυτήν θεραπεύονται πιο γρήγορα πολλά νοσήματα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι, ενώ προ εικοσαετίας η ιατρική ευθυνόταν μόνο για το 10%-15% της υγείας μας, σήμερα εκτιμάται ότι η συμβολή της στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής αγγίζει το 50%.
Αν ισχύουν όμως τα παραπάνω, γιατί οι δαπάνες νοσοκομειακής και φαρμακευτικής περίθαλψης συνεχίζουν να αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς, ιδιαίτερα στη χώρα μας;
Απλούστατα γιατί γίνεται μεγάλη σπατάλη και αλόγιστη χρήση ακόμα και θεραπευτικών υπηρεσιών και προϊόντων με μικρή ή μηδενική αποτελεσματικότητα. Η υπερκατανάλωση στον τομέα της υγείας, η οποία προκαλείται κυρίως από τους γιατρούς και τα ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά και από τις αυξημένες απαιτήσεις και προσδοκίες των πολιτών, κυμαίνεται διεθνώς στο 30%-40% της συνολικής κατανάλωσης, ενώ στη χώρα μας για ορισμένες «προνομιούχες ομάδες ασφαλισμένων» ξεπερνά το 50%. Αλλά και αυτό το πρόβλημα είναι αντιμετωπίσιμο και ήδη αντιμετωπίζεται επιτυχώς σε ορισμένες χώρες με την ανάπτυξη της «τεκμηριωμένης ιατρικής» ( evidence based medicine) η οποία αξιολογεί και προκρίνει τις αποτελεσματικές και αποδοτικές αγωγές, καθώς και με τη χρήση πρωτοκόλλων και την εφαρμογή προγραμμάτων ποιοτικού ελέγχου, με τη θέσπιση αυστηρών ρυθμίσεων και τη λειτουργία μηχανισμών διαπραγμάτευσης και με τη διαπαιδαγώγηση των πολιτών για τη σωστή διαχείριση των προσδοκιών τους και την ορθολογική χρήση των υπηρεσιών υγείας. Πρέπει όμως να αντιμετωπίζουμε τις δαπάνες υγείας μόνο ως δυσβάστακτο κόστος; Είναι γνωστό ότι η υγεία ενός πληθυσμού επιδρά σημαντικά στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Οι οικονομολόγοι έχουν από καιρό αναγνωρίσει τη σημασία του σωστού μείγματος φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου. Σε ό,τι αφορά όμως το ανθρώπινο κεφάλαιο, παραδοσιακά εστιάζουν την προσοχή τους κυρίως στην εκπαίδευση και όχι στην υγεία. Η υγεία όμως είναι μια σημαντική συνιστώσα του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η φτωχή υγεία παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. Τα άτομα με κακή υγεία είναι λιγότερο πιθανόν να δουλεύουν και όταν δουλεύουν, είναι λιγότερο παραγωγικά. Επενδύουν λιγότερο στην εκπαίδευσή τους και αποταμιεύουν λιγότερο για τη σύνταξή τους, και έτσι στηρίζουν λιγότερο την ευρύτερη οικονομία. Η οικονομική θέση των χωρών σήμερα εξαρτάται σημαντικά από τον βαθμό στον οποίο εξασφάλισαν καλύτερη υγεία στη διάρκεια της ιστορίας τους.
Στις αναπτυγμένες χώρες έχει διαπιστωθεί πως η μείωση της θνησιμότητας στη διάρκεια του 20ού αιώνα ευθυνόταν για το 30% της αύξησης του εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, για τη Δυτική Ευρώπη έχει εκτιμηθεί ότι το 29%-38% της αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 1970 και 2003 μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Στο δε Ηνωμένο Βασίλειο το 50% της οικονομικής ανάπτυξης από το 1780 ως το 1980 αποδίδεται στη βελτίωση της υγείας και της διατροφής. Οι δαπάνες λοιπόν που αφορούν τη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας και των άλλων τομέων που επιδρούν στην υγεία (διατροφή, οδική ασφάλεια κ.ά.) επιτυγχάνουν «κοινωνική παραγωγικότητα» πολλαπλάσια από αυτήν που σχετίζεται με άλλου είδους επενδύσεις.
Τα συστήματα υγείας όμως δεν παράγουν κοινωνική ευμάρεια μόνο βελτιώνοντας την υγεία. Επιδρούν στην παραγωγή πλούτου αποτελώντας έναν μεγάλο τομέα οικονομικής δραστηριότητας. Το 9,3% του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ηλικίας 15-64 ετών, απασχολείται στον ευρύτερο τομέα της υγείας-πρόνοιας.
Η υγεία έχει επίσης αξία από μόνη της αποτελώντας κεφαλαιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Η αξία αυτή μπορεί να εκφραστεί και με χρηματικούς όρους, στη βάση των επιλογών που κάνουν τα άτομα στην καθημερινή τους ζωή σε ζητήματα που επιδρούν στην υγεία τους, όπως η απόφαση για μια επικίνδυνη εργασία. Και παρά τις δυσκολίες τέτοιου είδους μετρήσεων, εύκολα διαπιστώνεται ότι τα άτομα προσδίδουν στην υγεία τους τεράστια αξία ανεξάρτητα από πολιτιστικές και οικονομικές διαφορές.
Για όλους αυτούς τους λόγους η αύξηση των δαπανών υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν πρέπει να μας φοβίζει. Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε πως το ΑΕΠ δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των συνολικών χρηματικών συναλλαγών, χωρίς να αποτιμά τη χρήση των πόρων και χωρίς να διαφοροποιεί τις δαπάνες που αυξάνουν την κοινωνική ευμάρεια, όπως αυτές της υγείας, από αυτές που τη μειώνουν. Ούτε αντανακλά το ΑΕΠ τα στοιχεία εκείνα της οικονομίας που δεν μεταφράζονται σε χρηματικούς όρους, είτε αυτά είναι αρνητικά, π.χ. ρύπανση, είτε θετικά, π.χ. ευημερία. Γι΄ αυτό ιδιαίτερη σημασία δεν έχει από μόνη της η αύξηση των δαπανών υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά σε βάρος ποιων άλλων τομέων οικονομικής δραστηριότητας θα πραγματοποιηθεί. Εάν θα προέλθει, δηλαδή, σε βάρος της κατανάλωσης και όχι των επενδύσεων και εάν στην περίπτωση αυτή θα πληγεί κατά προτεραιότητα η κατανάλωση που μειώνει την κοινωνική ευμάρεια και όχι αυτή που την αυξάνει. Με άλλα λόγια, αυτό που τελικά μετράει είναι εάν η μετατόπιση αυτή θα αποδώσει μεγαλύτερο κοινωνικό όφελος.
Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα οφείλουμε να επανεξετάσουμε τα συστήματα υγείας όχι φοβικά ως καταναλωτές περιορισμένων πόρων, αλλά θαρραλέα ως ευκαιρίες για επένδυση και για οικονομική ανάπτυξη και πάνω απ΄ όλα ως δυνατότητες για τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού. Ενας πιο υγιής πληθυσμός χρειάζεται λιγότερη περίθαλψη και άρα λιγότερες δαπάνες. Αλλωστε η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού στη Γαλλία, η οποία σημειώθηκε μεταξύ 1992 και 2000, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των δαπανών υγείας κατά 8,6%.*
(Βήμα Ιδεών, τεύχος 24, Απρίλιος 2009. Το υπογράφει ο Γιάννης Τούντας, Αν. Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστήμιου Αθηνών.) 

Βασικά σημεία για τη βελτίωση του επιπέδου υγείας ενός πληθυσμού:
-Η αύξηση μόνον της δημόσιας δαπάνης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά βελτίωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθούν οι σπάνιοι διαθέσιμοι πόροι στο σύστημα υγείας, ώστε να διασφαλίζονται οι αρχές της ισότητας, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας.
-Βασικό βήμα είναι να αξιοποιηθεί ο υπάρχων τεχνολογικός εξοπλισμός και η υποδομή με παραγωγικότερο τρόπο στην Ελλάδα. Αυτό θα γίνει με την προσπάθεια μηχανογράφησης και πληροφοριακής σύνδεσης των μονάδων παροχής υγείας, με στόχο την τήρηση αρχείων ασθενών, την καταγραφή των ιατρικών πράξεων (εξετάσεων, επεμβάσεων, κοκ) και την επακόλουθη εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων υγείας, οι οποίες διενεργούνται με τον υπάρχοντα εξοπλισμό και τη διαθέσιμη υποδομή.
-Υπάρχει μια πληθώρα μέτρων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν, για να ελέγξουν τη φαρμακευτική δαπάνη και να περιορίσουν τη μη ορθή χρήση φαρμάκων, τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης. Η εφαρμογή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης  μπορεί να συμβάλλει στον έλεγχο της συνταγογράφησης και να περιορίσει τα φαινόμενα της μη ορθής χρήσης των φαρμάκων, οδηγώντας κατά συνέπεια στον τελικό αυστηρό έλεγχο της συνολικής δαπάνης.
- Η λειτουργία των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων και των διαγνωστικών κέντρων ικανοποιεί σήμερα τις προτιμήσεις των καταναλωτών και τους δίνει την δυνατότητα ελεύθερης επιλογής με βάση οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια. Επίσης, τα νοσηλευτήρια και διαγνωστικά κέντρα καλύπτουν το κενό που υπάρχει σήμερα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) στην παροχή συγχρόνων τεχνολογικών υπηρεσιών, καθώς δεν αντιμετωπίζουν την δυσκαμψία της γραφειοκρατίας. Υπό την έννοια αυτή, θα μπορούσε να επεκταθεί η δράση τους πάντα, όμως, βάσει καθορισμένων ποιοτικών κριτηρίων υπό τον έλεγχο του κράτους. 
-Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας μπορεί πάντα να διατελέσει βασικό συντελεστή της προαγωγής της υγείας του πληθυσμό, αλλά και ένα «ρυθμιστή» της κίνησης των ασθενών προς συνθετότερες μορφές περίθαλψης, όπως η νοσοκομειακή. Το μοντέλο διαχείρισης των ασθενών σήμερα μπορεί και πρέπει να μετακινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία εκτός των κλινικών ωφελημάτων για την υγεία του πληθυσμού, υπόσχεται και ενδεχόμενη βελτίωση των οικονομικών της περίθαλψης.
-Τα Εθνικά Σχέδια Δράσης σε όλους τους τομείς καθορίζουν τους γενικούς στόχους, θέτουν τις προτεραιότητες, σχεδιάζουν τις απαραίτητες παρεμβάσεις και υπό την έννοια αυτή είναι δυνατό να συνεισφέρουν στην ορθολογικότερη διαχείριση της φροντίδας και την παροχή ποιοτικών, αποτελεσματικών και αποδοτικών υπηρεσιών υγείας. Όμως, η μετάβαση από την θεωρία στις πρακτικές εφαρμογές, σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, είναι μια δυσχερής και μακρόχρονη διαδικασία. 
-Υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ευκολίας εισαγωγής καινοτομιών στο σύστημα, η οποία διατηρεί τις υπηρεσίες υγείας σε τεχνολογική αρτιότητα, και της υπέρμετρης χρήσης της τεχνολογίας αυτής, με επακόλουθες επιπτώσεις στα οικονομικά της περίθαλψης. Η λύση θα μπορούσε να είναι η εφαρμογή μελετών οικονομικής αξιολόγησης στη λήψη αποφάσεων, η οποία θα συνέβαλλε θετικά στην επιλογή της πιο αποτελεσματικής ως προς το κόστος τεχνολογίας και στον ορθολογικό τρόπο χρήσης της.
-Το μοντέλο αυτό συνιστά μια ριζική αλλαγή του τρόπου παροχής και κοστολόγησης των υπηρεσιών υγείας. Η ενδεχόμενη εφαρμογή του απαιτεί το ευρύ και εμπεριστατωμένο διάλογο μεταξύ όλων των εμπλεκομένων παικτών, για την υιοθέτηση μιας λύσης προσαρμοσμένης στις ανάγκες του συστήματος και όχι μια απλή μεταφορά τεχνικών από τη διεθνή εμπειρία.. 
-Όλοι οι επαγγελματίες της υγείας και οι ίδιοι οι γιατροί μέσα από αυτά τα ειδικά συνέδρια ενημερώνονται σε έκταση σχετικά με τα κύρια ζητήματα που απασχολούν το σύστημα υγείας, τις τελευταίες τάσεις για τη λειτουργία τους και έρχονται σε επαφή με καινοτόμες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, οι οποίες αναλύονται από κορυφαίους επιστήμονες του χώρου.
(Γιαν. Κυριόπουλου, πρύτανη της εθνικής σχολής δημόσιας υγείας, πρόεδρου του τμήματος οικονομικών της υγείας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου