Αρχική

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Οστεοπόρωση


Καθώς αυξάνεται η ηλικία του ανθρώπου η μάζα των οστών του σώματος σταδιακά μειώνεται και σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται οστεοπόρωση. 
Η οστεοπόρωση είναι κυρίως νόσος των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση. Το 30% των γυναικών άνω των 50 ετών έχει χαμηλή οστική πυκνότητα και το ποσοστό αυξάνει με την ηλικία. Στους άνδρες η επίπτωση των καταγμάτων αυξάνει επίσης με την ηλικία αλλά η αύξηση ξεκινά 5-10 χρόνια αργότερα από ότι στις γυναίκες.
Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική νόσος του σκελετού, που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού με αποτέλεσμα την μειωμένη μηχανική αντοχή των οστών και τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Ο κίνδυνος να υποστούν οστεοπορωτικό κάταγμα οι γυναίκες είναι 16% για κάταγμα σπονδύλου, 15% για κάταγμα καρπού και 16% για κάταγμα ισχίου.
Η έγκαιρη διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται σε ολόκληρο το σώμα, αλλά κυρίως στις καταπονημένες περιοχές όπως στον δεξιό μηρό και στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης.
Υπάρχουν μηχανήματα που έχουν την δυνατότητα μέτρησης της οστικής μάζας με υψηλή ακρίβεια και πολύ μικρή ακτινοβολία. Θα πρέπει να ξαπλώσετε ντυμένος πάνω σε ένα ειδικό κρεβάτι, για περίπου 15 λεπτά της ώρας, ενώ θα γίνεται στα οστά σας ακτινογραφία. Η δόση αυτής της ακτινογραφίας είναι πάρα πολύ μικρή, περίπου η ίδια με εκείνη όταν είστε όλη την ημέρα στον ήλιο. Η τεχνική αυτή ονομάζεται "διπλής ενέργειας απορροφησιομετρία με ακτίνες Χ" (Dual Energy X-ray Absorptiometry, DEXA).
Συμπληρωματικά μπορεί να γίνει μέτρηση των δεικτών του οστικού μεταβολισμού.  
(A) Οι βιοχημικοί δείκτες οστικής εναλλαγής περιλαμβάνουν
(Α) τους δείκτες οστικής παραγωγής (bone formation) στο αίμα και συγκεκριμένα:
  • Ολική Αλκαλική φωσφατάση ALP (SAp),
  • Οστικό κλάσμα της αλκαλικής φωσφατάσης (ΒΑLΡ),
  • Oστεοκαλσίνη (ΒGp),
  • Ν-τελικό προπεπτίδιο προκολλαγόνουτύπου Ι (ΡΙΝΡ),
  • C-τελικό προπεπτίδιο προκολλαγόνου τύπου Ι (ΡΙCp).
(B) Τους βιοχημικούς δείκτες οστικής απορρόφησης (bone resorption) στο αίμα:
  • Ν-τελοπεπτίδιο κολλαγόνου τύπου Ι (ΝΤΧ),
  • C-τελοπεπτίδιο κολλαγόνου τύπου Ι (CTX),
  • Ανθεκτικό στο τρυγικό άλας κλάσμα όξινης φωσφατάσης ΑCP (ΤRAp 5b).
(C) Η οστική απορρόφηση στα ούρα εκφράζεται με τους κάτωθι λόγους (πηλίκα):
1. Ασβέστιο/Κρεατινίνη, (Ca/Cr)
2. Υδροξυπρολίνη/Κρεατινίνη, (ΟΗΡ/Cr) 3. Πυριδινολίνη /Κρεατινίνη, (ΡΥD/Cr)
4. Δεοξυπυριδινολίνη/Κρεατινίνη, (DΡD/Cr)
5. NTX /Kρεατινίνη, (ΝΤΧ/Cr)
(D) Ασβεστιορυθμιστικές ορμόνες αίματος [Παραθορμόνη (PTH), 25-υδρόξυ-βιταμίνη-D3 (25-OH-D3)], και αυξητικούς παράγοντες [Ινσουλινομιμητικός Αυξητικός Παράγοντας
τύπου I (IGF-I)].
Όλοι οι ασθενείς πρέπει να ελέγχονται για πιθανή ανάπτυξη υπερασβεστιαιμίας ή υπερασβεστιουρίας.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει ως φυσιολογική οστική πυκνότητα μια τιμή μεταξύ μιας σταθερής απόκλισης από την κύρια τιμή νεαρών ενηλίκων του ιδίου φύλου και φυλής. Οστική πυκνότητα σε οποιονδήποτε ενήλικα μεταξύ 1 και 2,5 σταθερών αποκλίσεων κάτω της κύριας τιμής ορίζεται ως οστεοπενία, ενώ τιμή άνω των 2,5 σταθερών αποκλίσεων κάτω της κύριας τιμής ορίζεται ως οστεοπόρωση και συνδυάζεται με αυξημένη σκελετική ευθραυστότητα.
Ο ασθενής με οστεοπόρωση εμφανίζει οστικό άλγος ιδίως σε περίπτωση καταγμάτων, κύφωση, απώλεια ύψους, άλγη στους μύες του αυχένα, ενόχληση στο ισχίο, δυσκοιλιότητα, δύσπνοια.
Επιβαρυντικοί παράγοντες στην εμφάνιση οστεοπόρωσης είναι η ηλικία, το ατομικό ιστορικό καταγμάτων με μείωση του προσθίου, μέσου ή οπίσθιου ύψους του σπονδυλικού σώματος κατά 20% τουλάχιστον στην πλάγια ακτινογραφία της σπονδυλικής στήλης, το κληρονομικό ιστορικό καταγμάτων ,το κάπνισμα, η θεραπεία με κορτικοστεροειδή, η ασιατική ή ισπανική καταγωγή, η πρόωρη εμμηνόπαυση, η ηλικία, οι πτώσεις, η κακή διατροφή και ο άστατος τρόπος ζωής και η χαμηλή οστική πυκνότητα με αύξηση του κινδύνου για κάταγμα κατά 1,2 έως 4,4 φορές για κάθε ελάττωση της οστικής πυκνότητας κατά μία σταθερή απόκλιση (SD) του T-score σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες λευκής φυλής.
Προστατευτικοί παράγοντες έναντι της νόσου αποτελούν ο αυξημένος δείκτης μάζας σώματος και η  παχυσαρκία, τα οιστρογόνα και η διατροφή πλούσια σε ασβέστιο.
Ομάδες ασθενών με οστεοπόρωση:
1.      Ηλικιωμένες γυναίκες και άνδρες με σπονδυλικά κατάγματα που συνοδεύονται από πόνο, παραμόρφωση, κύφωση και κατάγματα ισχίου.
2.      Άτομα διαφόρων ηλικιών με απλά κατάγματα
3.      Άτομα με χαμηλά οστική πυκνότητα
4.      Περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που κάνουν έλεγχο πυκνότητας για προληπτικούς λόγους, με οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
5.      Ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση όπως  η λήψη κορτικοστερεοειδών.

Τα αίτια της οστεοπόρωσης είναι αρκετά:
  1. παροδική οστεοπενία λόγω εγκυμοσύνης ή λόγω θηλασμού
  2. κακή διατροφή
  3. ηλικία άνω των 50 ετών
  4. εμμηνόπαυση
  5. ενδοκρινικές παθήσεις όπως ανεπάρκεια οιστρογόνων, ανεπάρκεια ανδρογόνων στους άνδρες, υπογοναδισμός σε άνδρες και γυναίκες, υπερθυρεοειδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης, διαταραχές αυξητικής ορμόνης
  6. γαστρεντερικές παθήσεις όπως σύνδρομα δυσαπορρόφησης, μετά από επεμβάσεις στο στομάχι, κοιλιοκάκη, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
  7. νόσοι του ήπατος
  8. λήψη φαρμάκων όπως κορτικοστεροειδή, ηπαρίνη,αγχολυτικά και αντιεπιληπτικά
  9. νευρογενής ανορεξία
  10. ρευματολογικές παθήσεις όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα
 Θεραπεία της οστεοπόρωσης
  1. Μη φαρμακευτική. Αυτή περιλαμβάνει τη σωστή διατροφή, την άσκηση 30 λεπτά 3 φορές εβδομαδιαίως και είναι η ενδεικνυόμενη (σημειωτέον ότι  η υπερβολική άσκηση είναι επιβαρυντική), τη διακοπή του καπνίσματος και την αποφυγή φαρμάκων που αυξάνουν την οστική απώλεια, Ειδική αναφορά γίνεται  στην διατροφή. Είναι σημαντική η πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D με την τροφή. Εάν αυτή δεν είναι εφικτή είτε λόγω γαστρεντερικών παθήσεων, είτε λόγω δυσανεξίας στην πρωτεΐνη του γάλακτος, η πρόσληψη θα πρέπει να γίνεται με την μορφή δισκίων. Ένα ενήλικο άτομο θα πρέπει να προσλαμβάνει ημερησίως 1000-1500mg ασβεστίου και 400-800IU βιταμίνης D. Η πρόσληψη μεγάλης ποσότητας οινοπνεύματος  μειώνει την ικανότητα των ειδικών κυττάρων να παράγουν οστό.
  2. Θεραπεία πιθανής υποκείμενης νόσου.
  3. Φαρμακευτική αγωγή για την μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση. 
Αυτή περιλαμβάνει: 
-Τα διφωσφονικά. Τα ευρέως χρησιμοποιούμενα είναι η αλενδρονάτη  10mg ημερησίως η 70mg μία φορά την εβδομάδα) και η ριζενδρονάτη 5mg ημερησίως ή 35mg μία φορά την εβδομάδα ή 7 mg για 2 συνεχείς ημέρες κάθε μήνα. Άλλο είναι η ετισρονάτη όπου η θεραπεία δεν είναι συνεχής, αλλά δίνεται σε κυκλικά σχήματα. Χορηγείται η ετισρονάτη μια φορά κάθε τρεις μήνες για χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων. Γίνεται αυτό για τρία χρόνια. Επίσης, χορηγείται καθημερινά ασβέστιο, αλλά συνήθως όχι τις ημέρες που δίνεται η ετισρονάτη για αποφυγή τυχόν υπασβεστιαιμίας. Τέλος χορηγείται και  η ιμπανδρονάτη ανά μήνα κ.α. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν οισοφαγικά ή γαστρικά έλκη και οισοφαγίτιδα, η συχνότητα εμφάνισης όμως αυτών μειώνεται με την εβδομαδιαία χορήγηση, λήψη με κενό στομάχι και ένα ποτήρι νερό σε καθιστή ή όρθια θέση και παραμονή σε όρθια στάση για τουλάχιστον μισή ώρα πριν τη λήψη τροφής. Σκοπός της χορήγησης των διφωσφονικών είναι η αύξηση της οστικής πυκνότητας και η μείωση του κινδύνου εμφάνισης κατάγματος. Ο συνδυασμός θεραπείας με οιστρογόνα και διφωσφονικά είναι πιο αποτελεσματικός στην αύξηση της οστικής πυκνότητας από ότι η μονοθεραπεία σε γυναίκες που εξακολουθούν να χάνουν οστό και των οποίων η οστεοπόρωση είναι σημαντική.  
σβέστιο και βιταμίνη D. Η χορήγηση ασβεστίου (1.000-1.200 mg/ημέρα) και βιταμίνης D 800 IU/ημέρα) σε ηλικιωμένους ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D επιφέρει μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων. Η χορήγηση αλφακαλσιδόλης σε ημερήσια δόση 0.5-1 mg έχει θετική επίδραση στη αύξηση της οστικής πυκνότητας (ΒΜD), καθώς και αντικαταγματική δράση. 
-Οιστρογόνα. Είναι μία μορφή θεραπείας για την πρόληψη της οστεοπόρωσης σε περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες αλλά δεν αποτελεί θεραπεία πρώτης γραμμής και για μακρό χρονικό διάστημα δεδομένων των αποτελεσμάτων της μελέτης WHI (Women Health Initiative) που έδειξε πως η θεραπεία με οιστρογόνα και προγεστερόνη μειώνει τον κίνδυνο καταγμάτων σε βάρος της αύξησης του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, καρδιακής νόσου και θρομβοεμβολής. Επίσης με τα οιστρογόνα αυξάνει ο κίνδυνος υπερπλασίας και καρκίνου του ενδομητρίου και σε αυτή την περίπτωση προστατευτικό ρόλο παίζει η συγχρονή χορήγηση προγεστερόνης. Συνεπώς διφωσφονικά ή ραλοξιφαίνη συνιστώνται ως πρώτης γραμμής θεραπεία για πρόληψη και διφωσφονικά για θεραπεία της ήδη εγκατεστημένης οστεοπόρωσης. Τα οιστρογόνα στόχο έχουν κατά βάση την ανακούφιση των μετεμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων, όπως εξάψεις, ξηρότητα κόλπου, συμπτωματολογία από το ουροποιητικό και συναισθηματική αστάθεια. Τα διφωσφονικά αποτελούν θεραπεία πρώτης επιλογής για εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με χαμηλή οστική πυκνότητα και θεραπεία πρώτης επιλογής για εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με προϋπάρχοντα σπονδυλικά κατάγματα. Η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης αποτελεί προληπτική θεραπεία πρώτης επιλογής σε άμεσα εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπενία και κλιμακτηριακές διαταραχές και τη θεραπεία δεύτερης επιλογής σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση . Σε μακρόχρονη χρήση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης, η οποία λαμβάνεται μόνο για τη θεραπεία της εμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, οι κίνδυνοι καρδιαγγειακού επεισοδίου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και καρκίνου του μαστού μπορεί να είναι μεγαλύτεροι του οφέλους.  
-Τα ανάλογα οιστρογόνων (SERMS), όπως η ραλοξιφαίνη. Εχουν τις ενδείξεις χορήγησης των οιστρογόνων χωρίς όμως τις παρενέργειες τους εκτός της θρομβοφβλεβίτιδας.Η ραλοξιφένη αποτελεί θεραπεία πρώτης επιλογής για την αποφυγή περαιτέρω οστικής απώλειας σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με χαμηλή οστική πυκνότητα. Η ραλοξιφένη αποτελεί θεραπεία πρώτης επιλογής σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση με ή χωρίς σπονδυλικό κάταγμα. 
-Καλσιτονίνη. Είναι φάρμακο εκλογής σε οστεοπορωτικούς ασθενεις με άλγος λόγω οξέος οστεοπορωτικού κατάγματος, λιγότερο αποτελεσματικό στη θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης από τα διφωσφονικά. Με την καλσιτονίνη  αναφέρεται αναλγητική δράση ανεξάρτητη από την αντιοστεοκλαστική. Μετά την ύφεση του άλγους μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο αντιοστεοπορωτικό. Δεν αποτελεί πρώτης γραμμής αγωγή διότι είναι ακριβή, χορηγείται παρεντερικώς ή ενδορρινικώς, εμφανιζει συχνές παρενέργειες και είναι δυνατή η ανάπτυξη αντιστασης στην δράση του λόγω εμφάνισης αντισωμάτων έναντι της καλσιτονίνης. Η ενδορρινική καλσιτονίνη έχει ευεργετική επίδραση στη με-τεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και μειώνει τα σπονδυλικά κατάγματα. Η ενδορρινική ή υποδόρια χορήγηση καλσιτονίνης αποτελεί θεραπεία πρώτης επιλογής για την αντιμετώπιση του πόνου λόγω οξέος σπονδυλικού κατάγματος και για διάστημα 2-3 μηνών.
-Η τιβολόνη είναι συνθετικό στεροειδές το οποίο δρα μέσω οι-στρογονικών, προγεσταγονικών και ανδρογενικών υποδοχέων και επιφέρει αύξηση της οστικής πυκνότητας. Η ταχεία οστική απώλεια μετά από αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή αναστέλλεται με τη χορήγηση τιβολόνης . Δεν προκαλεί την ανεπιθύμητη κολπική αιμορραγία των οιστρογόνων. Δεν υπάρχουν, ωστόσο, στοιχεία σχετικά με την αντικαταγματική δράση της τιβολόνης.  
-Τεριπαρατίδη(παραθορμόνη). Χορηγείται υποδορίως και σε αυτό έγκειται και η μη συχνή χρήση της. Ένδειξη αποτελεί η βαριά οστεοπόρωση με συνύπαρξη ενός τουλάχιστον οστεοπορωτικού κατάγματος και εφόσον ο ασθενής δεν εμφανίζει υπερπαραθυρεοειδισμό. Η τεριπαρατίδη [rhΡΓΗ (1-34)1 αποτελεί φάρμακο πρώτης επιλογής για εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με εγκατεστημένη οστεοπόρωση (Τ-score < -2.5 SD και κατάγματα). Η συνιστώμενη διάρκεια θεραπείας είναι 18 μήνες και στη συνέχεια διατήρηση του ευεργετικού αποτελέσματος με ένα αντιοστεοκλαστικό φάρμακο. 
-Στεροειδή αναβολικά. Η νανδρολόνη έχει χρησιμοποιηθει στην οστεοπόρωση με ευεργετικές επιδράσεις στην οστική πυκνότητα. Ωστόσο, η αντικαταγματική της δράση δεν έχει μελετηθεί, καθώς επίσης δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα ασφάλειας. Τονίζεται ότι οποιαδήποτε χορήγηση αντιοστεοπορωτικής αγωγής συνοδεύεται από επαρκή χορήγηση ασβεστίου.
-Θειαζιδικά διουρητικά. Χρησιμοποιούνται κατά βάση στη θεραπεία της υπέρτασης αλλά φαίνεται πως έχουν δράση και στην πρόληψη της οστεοπόρωσης. Δεν αποτελούν θεραπεία πρώτης γραμμής της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης. Η χορήγηση θειαζιδικού διουρητικού (Lasix) γίνεται μόνο επί υπάρξεως ασβεστιουρίας (προσοχή στην κατακράτηση Κ). 
-Συνδυασμοί θεραπείας. 
-Δυνητικές νέες θεραπείες. 
α) ανδρογόνα
β) στρόντιο.
γ) στατίνες
δ) αυξητικοί παράγοντες.
Η αξιολόγηση της θεραπείας γίνεται με μέτρηση της οστικής πυκνότητας της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου ένα έτος μετά την έναρξη της αγωγής. Κάποιοι προτείνουν αξιολόγηση μετά δύο έτη. Ένας άλλος τρόπος είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητας και ενός βιοχημικού δείκτη οστικού μεταβολισμού πριν την έναρξη και επανέλεγχος του συγκεκριμένου δείκτη 6 μήνες μετά την αγωγή.
Στην πραγματικότητα η φαρμακευτική αγωγή της οστεοπόρωσης θα έπρεπε να συνεχίζεται εφόρου ζωής επειδή η διακοπή της  θεραπείας επιφέρει αύξηση της οστικής εναλλαγής και της οστικής απώλειας, περαιτέρω διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών και αύξηση του καταγματικού κινδύνου. Η μεγαλύτερη αύξηση στην πυκνότητα του οστού (ΒΜD) επιτυγχάνεται κατά τα πρώτα δυο έτη της θεραπείας, αν και έχουν αναφερθεί αυξήσεις και μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, για παράδειγμα με τη χορήγηση της αλενδρονάτης. Εάν, ωστόσο, η ΒΜD αυξηθεί τόσο ώστε να έχει φυσιολογική τιμή, τότε η θεραπεία μπορεί να διακοπεί με την προϋπόθεση ότι θα παρακολουθούνται οι δείκτες οστικής εναλλαγής του ασθενούς. Επειδή η υπάρχουσα εμπειρία, από τις μακροχρόνιες προοπτικές κλινικές μελέτες με διάφορα αντιοστεοκλαστικά και άλλα φάρμακα είναι περιορισμένη, συνιστάται η διάρκεια της αγωγής με τα φάρμακα αυτά να μην υπερβαίνει τα χρονικά όρια στα οποία αναφέρονται οι μελέτες αυτές. Με τον τρόπο αυτό, εκτός της αποτελεσματικότητας, προστατεύεται ο ασθενής από πιθανές μη αναφερθείσες παρενέργειες των φαρμάκων.
Η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και η εξατομικευμένη θεραπεία της οστεοπόρωσης θα μας προφυλάξει από τις επιπλοκές.
Πρόληψη οστεοπόρωσης
-Υγιεινή διατροφή: Τα παιδιά και οι ενήλικες χρειάζονται μία δίαιτα που περιέχει την σωστή ποσότητα ασβεστίου. Οι καλύτερες πηγές ασβεστίου είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα, δηλαδή το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί, καθώς και ορισμένα άλλα τρόφιμα. Αν προσέχετε το σωματικό σας βάρος τότε αξίζει να ξέρετε ότι το αποβουτυρωμένο γάλα περιέχει περισσότερο ασβέστιο σε σχέση με το πλήρες γάλα. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου είναι 1.000 χιλιοστόγραμμα (mg) ή 1.500 mg αν είστε πάνω από 60 χρονών. Ο πιο κάτω πίνακας μπορεί να είναι χρήσιμος.
Περιεκτικότητα ασβεστίου σε ορισμένες συνήθεις τροφές:
Τρόφιμο Περιεκτικότητα ασβεστίου
Γάλα, πλήρες 110 mg/100 mL
Γάλα, ημι-αποβουτυρωμένο 115 mg/100 mL
Γιαούρτι, χαμηλά λιπαρά /100 g
Τυρί, κίτρινο /100 g
Τυρί, άσπρο /100 g
Σαρδέλες (με τα κόκαλα)
Ψωμί, άσπρο
Ψωμί, ολικής αλέσεως
Σπανάκι
Μπρόκολο
Σύκα ξερά
-Άσκηση σε παιδιά: τα παιδιά πρέπει να συμμετέχουν ενεργά σε σπορ ή άλλους τύπους άσκησης ώστε να βοηθήσουν τα κόκαλα των να γίνουν ισχυρά.
-Άσκηση σε ενήλικες: για τον ίδιο λόγο, οι ενήλικες πρέπει να είναι σωματικά ενεργείς μέχρι την συνταξιοδότηση. Διαλέξτε ασκήσεις όπως το γρήγορο περπάτημα.
-Κάπνισμα: πρέπει να αποφύγετε το κάπνισμα.
-Ποτό: να αποφύγετε να πίνετε πολύ οινόπνευμα. Το συνιστώμενο ημερήσιο μέγιστο για γυναίκα είναι 2-3 ποτήρια, ενώ για άνδρα είναι 3-4 ποτήρια.
 -Θεραπεία υποκατάστασης με ορμόνες: οι γυναίκες που είναι σε εμμηνόπαυση μπορεί να σκεφτούν  την θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα, για την πρόληψη της οστεοπόρωσης. Συζητήστε το με τον γιατρό σας, διότι όλες οι θεραπείες έχουν κινδύνους και η θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα δεν είναι κατάλληλη για όλους. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της μακροχρόνιας θεραπείας υποκατάστασης με οιστρογόνα είναι ότι η απώλεια του οστού ελαττώνεται και μειώνεται ο κίνδυνος των  καρδιακών παθήσεων. Το σοβαρό μειονέκτημα είναι ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μετά από μερικά χρόνια. Η θεραπεία υποκατάστασης γίνεται σε μετεμηνοπαυσιακές γυναίκες  ή  σε  αμμηνορροϊκές, ενώ σε άνδρες γίνεται χορήγηση  τεστοστερόνης μόνο σε εκείνους που παρουσιάζουν χαμηλή τεστοστερόνη  δίνοντας μεγάλη προσοχή στις αντενδείξεις.
Αντιμετώπιση του πόνου και αποκατάσταση του ασθενούς μετά από οστεοπορωτικό κάταγμα
Υπάρχουν λίγα στοιχεία σχετικά με την αντιμετώπιση του πόνου μετά από ένα σπονδυλικό οστεοπορωτικό κάταγμα.
Ο οξύς πόνος αντιμετωπίζεται με συστηματική χορήγηση καλσιτονίνης και συμβατικών αναλγητικών, όταν δε είναι αναγκαίο ακόμη και οπιούχων. Υπάρχουν τέσσερις μελέτες σύμφωνα με τις οποίες η υποδόρια και ενδορρινική χορήγηση καλσιτονίνης μειώνει τον οξύ πόνο τον οφειλόμενο σε σπονδυλικά κατάγματα. Η αποτελεσματική αναλγησία κατά την οξεία φάση επιτρέπει τη γρήγορη κινητοποίηση του ασθενούς. Δεν υπάρχουν δεδομένα αναφορικά με τη δράση της καλσιτονίνης στην ανακούφιση του πόνου λόγω μη σπονδυλικών καταγμάτων ή χρόνιων σπονδυλικών καταγμάτων.
Ο χρόνιος πόνος αντιμετωπίζεται με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά και φυσιοθεραπεία. Η τεριπαρατίδη έχει χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά σε μία μελέτη, διάρκειας 18 μηνών, με ευεργετικά αποτελέσματα έναντι της ραχιαλγίας σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Μη φαρμακευτικά μέσα, όπως βελονισμός έχουν δειχθεί αποτελεσματικά. Οι ασκήσεις ενίσχυσης των ραχιαίων είναι επίσης αποτελεσματικές. Η ψυχολογική θεραπεία του οστεοπορωτικού ασθενούς με πόνο έχει μεγάλη σημασία, καθώς η κατάθλιψη και η αϋπνία χαρακτηρίζουν τους ασθενείς αυτούς.
Κλινική ψυχολογική παρέμβαση σε συνδυασμό με αντικαταθλιπτικά είναι ευεργετική για τον ασθενή.
Επεμβάσεις όπως η σπονδυλοπλαστική και η κυφοπλαστική φαίνεται ότι επιφέρουν σημαντική μείωση του πόνου του οφειλόμενου σε οξύ σπονδυλικό κάταγμα. Ωστόσο, ο ρόλος τους χρειάζεται να καθοριστεί μέσω τυχαιοποιημένων μελετών.
Η επαναφορά του ασθενούς στην ανεξάρτητη ζωή αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο μετά από ένα κάταγμα. Η αποκατάσταση του ασθενούς μετά από κάταγμα του ισχίου έχει μελετηθεί περισσότερο. Συστηματική ανασκόπηση τυχαιοποιημένων και μη τυχαιοποιημένων μελετών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός γηριατρικών προγραμμάτων κατάγματος ισχίου και μη καθυστέρησης εξόδου από το νοσοκομείο επιλεγμένων ασθενών αυξάνει σημαντικά το ποσοστό επιστροφής στο σπίτι και μειώνει τη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο και το κόστος. Δεν υπάρχουν ελεγχόμενες μελέτες αναφορικά με συστάσεις για τα σπονδυλικά κατάγματα. Στρατηγικές οι οποίες ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία και τον περιορισμό της ανικανότητας, μαζί με παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της δευτερογενούς πρόληψης των καταγμάτων, οφείλουν να εφαρμοστούν στην κλινική πράξη. 

Bιβλιογραφία
1. Klotzbuecher CM, Ross PD, Landsman P et al. Patients with prior fractures have an increased risk of future fractures: a summary of the literature and statistical synthesis. J Bone Miner Res 2000; 15: 721-39. 38a.
2.  Ross P, Genant H, Davis J et al. Predicting vertebral fracture incidence from prevalent fractures and bone density among non-black, osteoporotic women. Osteoporos Int 1993; 3: 120-6.
3.  Nelson H, Morris C, Kraemer D et al. Osteoporosis in postmenopausal women: diagnosis and monitoring. Portland: Oregon Health & Science University Evidence-based Practice Center, 2001. Osteoporosis prevention, diagnosis and therapy. NIH consensus statements 2000; 17(1): 1-45.
4. Preventing osteoporosis: outcomes of the Australian fracture prevention summit. MJA 2002; 176: S1-S16.
5. Torino RP, Meunier PJ, Emkey R et al. Skeletal benefits of alendronate: 7-year treatment of postmenopausal osteoporotic women. J Clin Endocrinol Metab 2000; 85(9): 3109-3115.
6. McClung MR, Geusens P, Miller PD et al. Effects of risendronate on the risk of hip fracture in elderly women. N Engi J Med 2001; 344: 333-40.
7. Cranney A, Welis G, Willan A et al. Meta-analysis of alendronate for the treatment of postmenopausal women. Endocrine Rev 2002; 23(4); 508-516.
8. Reginster J, Minnie H, Sorensen O et al. Randomized trial of the effects of risendronate on vertebral fractures in women with established postmenopausal osteoporosis. Vertebral Efficacy with Risendronate Therapy (VERT) Study Group. Osteoporos Int 2000; 11: 83-91.
9. Aging Bone and Osteoporosis. Strategies for preventing Fractures in the Elderly. M. Ettinger. American Medical Association 2003, 16(13): 2237-46.
10. Harrington JT, Ste Marie LG et al. Risedronate rapidly reduces the risk for non-vertebral fractures in women with postmenopausal osteoporosis accepted by Calcified Tissues International: 21 May 2003, published: 5 December 2003.
11. Sorensen OH, Crawford GM, Mulder H et al. Long-term efficacy of risedronate: a 5-year placebo controlled clinical experience. Bone 2003; 32(2): 120-126.
12. Cranney A, Tugwell P, Adachi J et al. Meta-analysis of risendronate for the treatment of postmenopausal osteoporosis. Endocrine Rev 2002; 23(4): 517-523
13. Compendium of pharmaceuticals and specialties. Ed Repcchinsky C. Ottawa: Canadian Pharmacists association 2001; p: 236-7, 244-5, 924-6.
14. Chesnut CH III, Silverman S, Andriano K et al. Prospective randomized trial of nasal spray salmon calcitonin in postmenopausal women with established osteoporosis: The PROOF Study. Am J Med 2000; 109: 267-76.
15. Cranney A, Tugwell P, Zytaruk N et al. Meta-analysis of calcitonin for the treatment of postmenopausal osteoporosis. Endocrine Rev 2002; 23(4): 540-551.
16. Delmas PD, Ensrud KE, Adachi JD et al. Efficacy of raloxifene on vertebral fracture risk reduction in postmenopausal women with osteoporosis: four-year results from a randomized clinical trial. J ClinEndocrinol Metab 2002; 87(8): 3609-17.
17. Cranney A, Tugwell P, Zytaruk N et al. Meta-analysis of raloxifene for the treatment of postmenopausal osteoporosis. Endocrine Rev 2002; 23(4): 524-528.
18. Barrett-Connor E, Grady D, Sashegyi A et al. Raloxifene and cardiovascular events in osteoporotic postmenopausal women. The MORE investigators. JAMA 2002; 287: 847-57.
19. Cauley J, Norton L, Lippman M et al. Continued breast cancer risk reduction in postmenopausal women treated with raloxifene: 4-year results from the MORE trial. Breast Cancer Res Treat 2001; 65: 125-34.
20. Writing Group for the Women’s Health Initiative Investigators. Risks and benefits of estrogen plus progestin in healthy postmenopausal women: principal results from the Women’ s Health Initiative Randonized Controlled Trial. JAMA 2002; 288: 321-33.
21. Grady D, Wenger NK, Herrington D et al. Postmenopausal hormone therapy increases risk for venous thromboembolic disease: the heart and estrogen/progestin replacement study. Ann Intern Med 2000; 132: 689-96.
22. Shea B, Wells G, Cranney A et al. Meta-analysis of calcium supplementation for the prevention of postmenopausal osteoporosis. Endocrine Rev 2002; 23(4): 552-559.
23. Chapuy MC, Pamphille R, Paris E et al. Combined calcium and vitamin D3 supplementation in elderly women: confirmation of reversal of secondary hyperparathyroidism and hip fracture risk: the Deealyos II Study. Osteoporos Int 2002; 13(3): 257-64.
24. Papadimitropoulos E, Wells G, Shea B et al. VIII: Meta-analysis of the efficacy of vitamin D treatment in preventing osteoporosis in postmenopausal women. Endocrine Reviews 2002; 23(4): 560-69.
25. Neer RM, Arnaud CD, Zanchetta JR et al. Effect of parathyroid hormone (1-34) on fractures and bone mineral density in postmenopausal women with osteoporosis. N Engi J Med 2001; 344: 1434-1441
26. Lieberman I, Dudeney S, Reinhardt M et al. Initial outcome and efficacy of ‘kyphoplasty’ in the treatment of painful osteoporotic vertebral compression fractures. Spine 2002; 27: 548.
27. Cameron ID, Crotty M, Currie C et al. Geriatric rehabilitation following fractures in older people: a systematic review. Health Technol Assess 2000; 4(2): i-iv: 1-111.
28. Ruchlin HS, Elkin EB, Allengrante JP. The economic impact of a multifactorial intervention to improve postoperative rehabilitation of hip fracture patients. Arthritis Rheum 2001; 4(5): 446-52.
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου